Όποιος ασχολείται με τα σχετικά πράγματα, ευκόλως αντιλαμβάνεται ότι τόσο εκείνοι που εχθρεύονται την Εθνική Ελληνική Θρησκεία, όσο και κάποιοι άλλοι, που δεν αποτελούν αλλ’ απλώς παριστάνουν ότι τάχα αποτελούν ενεργό τμήμα της, αποφεύγουν συστηματικώς να εξηγήσουν τι είναι τέλος πάντων εκείνο που αντιστοίχως αντιμάχονται ή τάχα τιμούν. Με λίγα λόγια, να εξηγήσουν τι είναι οι Θεοί. Αυτή η αποφυγή βεβαίως ερμηνεύεται και λογικώς και ευκόλως, αφού κανείς από τις δύο προαναφερθείσες κατηγορίες ανθρώπων δεν αγαπά ιδιαιτέρως την σαφήνεια, η οποία με την σειρά της, αγαπά ως γνωστόν μόνον τους ειλικρινείς και καλών προθέσεων ανθρώπους.
Προτού μιλήσουμε εμείς λοιπόν εδώ για την φύση των Θεών, την φύση των Θεών μας, θα ήταν πρέπον να γίνει μία μικρή αναφορά στα όσα εισαγωγικά παραθέτει ο θεολόγος – φιλόσοφος Σαλλούστιος στο γνωστό έργο του «Περί των Θεών και του Κόσμου». Γράφει λοιπόν ο
Σαλλούστιος: «όσοι επιθυμούν να διδαχθούν για τους Θεούς πρέπει από της παιδικής τους ηλικίας να έχουν διαπαιδαγωγηθεί καλώς και να μην έχουν ανατραφεί με ανόητες δοξασίες. Πρέπει επίσης να έχουν φύση καλή και λογική συγκρότηση, προκειμένου ανάλογα να κατανοήσουν και την διδαχή. Πρέπει ακόμη να γνωρίζουν αυτοί και τις κοινές έννοιες. Κοινές δε έννοιες είναι εκείνες τις οποίες ομολογούν όλοι οι άνθρωποι όταν ερωτηθούν με τον σωστό τρόπο». Είναι σαφές ότι από τις πιο πάνω προϋποθέσεις ελάχιστες ισχύουν στις ημέρες μας, που οι άνθρωποι και δεισιδαιμονική διαπαιδαγώγηση έχουν υποστεί, και καλή σχέση με την λογικότητα δεν πολυέχουν, καθώς και ελάχιστη πρόσβαση διαθέτουν στις κοινές έννοιες των προγόνων μας Ελλήνων. Γι’ αυτό και θα απαιτηθεί από εμάς μεγαλύτερος κόπος για να κάνουμε κατανοητή την φύση των Θεών, πράγμα που ελπίζουμε να συγχωρέσει ο καλής τουλάχιστον προαιρέσεως αναγνώστης.
2. Ένας εισαγωγικός ορισμός.
Αν θα έπρεπε να δοθεί ένας πρώτος, εισαγωγικός ορισμός των Θεών, αυτός θα ήταν ότι «Θεοί» ονομάζονται κάποια τέλεια και ταξιθετικά όντα που κατέχουν την Αθανασία και την Γνώση (παρουσιάζει μάλιστα ενδιαφέρον το να σημειώσουμε εδώ πως η Ιουδαϊκή Μυθολογία, σε ένα πάρα πολύ ενδιαφέρον σημείο της, το 3. 22 της «Γενέσεως», εκεί που αναφέρεται στο παραμύθι περί των λεγομένων «πρωτόπλαστων της Εδέμ», ομολογεί σαφώς, υποτίθεται δια στόματος του Εθνικού της «Θεού» Ιαχωβά, το αυτό ακριβώς πράγμα, ότι δηλαδή η θεϊκή φύση δομείται από Αθανασία και Γνώση). Οι Θεοί, περιρρέουν / διαρρέουν απροσκόπτως όλον τον υλικό κόσμο και επιδρούν επάνω του, συμμετέχουν στην αειγενεσία, δηλαδή στην συνεχή σύνθεση και αποσύνθεση των μορφών, δεν εμπλέκονται σε ζώνες δράσεως άλλων Θεών και υπόκεινται στη νομοτέλεια του φυσικού κόσμου και υπηρετούν τους Νόμους του. Οι Θεοί δρουν ανελλιπώς και φυσικά δεν «αποσύρονται», δεν «συνενώνονται σε ένα πρόσωπο», δεν «αντικαθίστανται», δεν «παύουν να υπάρχουν», δεν «νικώνται», σύμφωνα με τις ορέξεις ή τις προσδοκίες ασεβών θνητών ή οργανωμένων συστημάτων ασεβείας.
3. Όντα και όχι πρόσωπα.
Μιλήσαμε ήδη για «όντα» και δη στον πληθυντικό αριθμό. Για το τελευταίο, θα υπενθυμίσουμε εδώ απλώς ότι οι προσδιορισμοί «Έν» και
«Μονάς» έχουν συγκριτική μόνον αριθμητική υπόσταση και προϋποθέτουν την υποχρεωτική ύπαρξη πλήθους. Τα πάντα είναι «πεπληθυσμένον Έν», μέσα σε αυτά τα πάντα όμως, ένα αυτοτελές «Έν» δεν μπορεί να υπάρξει ποτέ.
Επιστρέφοντας στον όρο «όντα» που ήδη χρησιμοποιήσαμε, θα τονίσουμε ιδιαιτέρως κάποια ακόμη πράγματα, ώστε ν’ αποφύγουμε να κατρακυλήσει ο προγραμματισμένος νους μας σε σύγχρονα περιοριστικά και αφύσικα καλούπια που εμποδίζουν την κατανόηση αυτού που όντως υπάρχει. Θα μπορούσαμε βεβαίως να κάνουμε λόγο για «δυνάμεις», γιατί αυτό είναι οι Θεοί, το λέει άλλωστε σαφώς και ο Σαλλούστιος όταν σημειώνει πως «οι Θεοί δεν συνίστανται από σώματα διότι οι δυνάμεις είναι ασώματες», αλλά ο όρος δυστυχώς στον σύγχρονο εγκέφαλο σηματοδοτεί αυτό που γνωρίζουμε ως «φυσικές δυνάμεις», όπως λ.χ. η βαρύτητα και τα ανάλογα σχετικά, οπότε ο όρος σαφώς δεν μεταδίδει ορθώς εκείνο που όντως είναι η Θεοί. Θα επιμείνουμε λοιπόν στον όρο «όντα», μετοχή ενεστώτος του ρήματος «ειμί» (δηλαδή είμαι, υπάρχω), πρωτίστως όμως, θα τονίσουμε ότι οι Θεοί δεν είναι «πρόσωπα», όπως οι ιουδαιογενείς Θρησκείες αντιλαμβάνονται τον υποτιθέμενο «Έναν» «Θεό» τους, και αυτό διότι κάθε «πρόσωπο» (ρωμαϊστί «Persona»), είναι αξιωματικώς μικρότερο του όντως Όντος και υποχρεωτικώς «δρά», αντί απλώς να «είναι», εγγυώμενο λ.χ. στην περίπτωση των Θεών, την συνοχή και ευταξία ενός συστήματος που εδράζει στην ύπαρξή τους.
Επιπροσθέτως, η ύπαρξη «ωπός» (όψεως) προϋποθέτει «όριο» (εξωτερικό δηλαδή «φλοιό» ασχέτως βαθμού υλικότητος) ενός υποχρεωτικώς επιμέρους όντος, καθώς και αλλότριο εξωτερικό χώρο για τη στάση άλλων εξωτερικών του επιμέρους όντων και τη θέαση του ως «Όψη» (ρωμαϊστί «Vultus»), πράγμα βεβαίως άτοπο, αφού καθιστά τον Θεό μη άπειρο και μη πανταχού παρόντα. Ενώ οι αντιφατικοί θεολόγοι των ιουδαιογενών Θρησκειών υποχρεώνονται να θέσουν παραλόγως τον τάχα προσωπικό
«Θεό» τους εκτός του εκδηλωθέντος Κόσμου, σε εμάς τους Εθνικούς, εξαιτίας ακριβώς αυτού του σαφούς απροσώπου τους, οι Θεοί μπορούν και διαχέονται στο όλον του όντως Όντος, καθώς φυσικά και ο ένας στον άλλον, δίχως όμως να επηρεάζει αυτό την ιδιαιτέρα φύση ενός εκάστου.
Θα επανέλθουμε λοιπόν στον Σαλλούστιο, και συγκεκριμένα στο σημείο που αναφερόμενος στους Δώδεκα Θεούς του θεϊκού πλήθους σημειώνει πώς «..ενώ αυτοί οι δώδεκα κατά κάποιον τρόπο κατέχουν τον Κόσμο, θεωρούμε ότι και άλλοι Θεοί εμπεριέχονται σε αυτούς. Ο Διόνυσος στον Δία για παράδειγμα, ο Ασκληπιός στον Απόλλωνα και οι Χάριτες στην Αφροδίτη». Συνοψίζοντας, θα τονίζαμε λοιπόν ότι οι τέλειοι, αγαθοί, αθάνατοι, δίκαιοι, πάνσοφοι, αιώνιοι Θεοί, είναι επίσης και απρόσωποι, άνευ γένους, αμετάβλητοι, άπειροι, συνεκτικοί, αϋλοι αλλά και διϋλικοί.
4. Το ανεπηρέαστο των Θεών.
Γίνεται σαφές με όλα αυτά (τα οποία ακυρώνουν βεβαίως και τις πονηρές θεωρίες που προωθούν μανιωδώς τον τελευταίο ενάμιση αιώνα διάφοροι θεοσοφικοί κύκλοι πως οι Θεοί είναι τάχα... αποθεωθείσες ψυχές θνητών !) ότι οι ξεκάθαρα μη προσωπικοί Θεοί είναι μέσα στον χώρο και τον χρόνο αλλά εντελώς ανεπηρέαστοι από αυτούς. Δεν περιέχονται και, κυρίως, δεν αναλίσκονται από τίποτε, όπως λ.χ. τα φθαρτά πράγματα από τον χρόνο, γι’ αυτό άλλωστε και αποκαλούνται ορθώς «Αθάνατοι» και «Άμβροτοι». Επίσης, και αυτό είναι πολύ σημαντικό, δεν έχουν, όπως προαναφέραμε, φύλο, ούτε κάποιο άλλο χαρακτηριστικό των θνητών πλασμάτων. Κανείς Θεός δεν μπορεί ποτέ να διαχωρισθεί από την Πρώτη Αιτία. Το αυτό υποστηρίζει και ο Σαλλούστιος που επί λέξει γράφει ότι «κάθε Θεός είναι αγαθός, δίχως πάθη, και δεν υφίσταται μεταβολές. Είναι αδημιούργητος, και δεν περιέχεται σε σώμα ή στον (τρισδιάστατο) χώρο, δεν διαχωρίζεται δε από την Πρώτη Αιτία ούτε από τους άλλους Θεούς (όπως και οι Νοήσεις δεν διαχωρίζονται από τον Νού)».
5. Μία πολύ χρήσιμη σύνοψη.
Την τελειοτέρα έως σήμερα εξήγηση της φύσεως των Θεών έχω διαβάσει σε ένα, τρόπον τινά, πολυθεϊστκό «Σύμβολο της Πίστεως»
διετύπωσε πριν από αρκετά χρόνια, το 1991, η διεύθυνση του περιοδικού «Scroll οf Oplontis», που τώρα δυστυχώς δεν υπάρχει πια. Αναδημοσιεύω:
«Υπάρχουν πολλοί Θεοί και Θεές. Είναι οι ανώτατες και ισχυρότατες όλων των υπάρξεων. Είναι πάνσοφες και δίκαιες. Οι Θεοί και οι Θεές είναι αθάνατοι και άξιοι κάθε σεβασμού και τιμής.
Οι Θεοί έχουν πολλές μορφές και μπορούν να επιφαίνονται με πολλούς τρόπους. Είναι τόσο έμφυτοι όσο και ένδημοι. Είναι παρόντες στα στοιχεία και τις μορφές της Υπάρξεως. Εκδηλώνονται μέσα από τις φυσικές δυνάμεις, ως ύλη και ενέργεια, αλλά είναι συνάμα και ανώτατες οντότητες που δεν δεσμεύονται από καμμία υλική μορφή. Μπορούν ωστόσο να εμφανούν μέσα από ανθρώπινες ή άλλες υπάρξεις, όπως λ.χ. ζώα ή φυτά, ή μέσα από υλικά αντικείμενα. Δεν υπάρχουν ζωϊκά ή μορφικά όρια για τους Θεούς και τις Θεές. Είναι ό,τι επιθυμούν να είναι.
Το Θείον είναι πολύμορφο και πολύτροπο, τόσο από πλευράς εμφανίσεως όσο και από πλευράς πραγματικότητος. Κανένας μοναδικός Θεός ή Θεά δεν κρύβεται πίσω από την πολλαπλότητα των θείων μορφών. Οι Θεοί και οι Θεές είναι αντικειμενικά υπαρκτές οντότητες των οποίων η ύπαρξη δεν εξαρτάται από τις πεποιθήσεις ή τις πράξεις κατωτέρων όντων. Δεν είναι αρχέτυπα. Δεν είναι φανταστικά σύμβολα των ανθρωπίνων δραστηριοτήτων ή της ανθρωπίνης διανοίας. Ούτε είναι αλληγορικές αναπαραστάσεις φυσικών συμβάντων και διαδικασιών.
Οι Θεοί και οι Θεές είναι πραγματικοί. Υπάρχουν. Η σοφία και η δύναμή τους δίνουν μορφή σε αυτό το Σύμπαν, σε αυτή την συγκεκριμένη μορφή του Κόσμου. Η ομορφιά και η χάρις τους θα διαρκέσουν αιώνια.
Οι Θεοί και οι Θεές είναι ελεύθερες και ανεξάρτητες υπάρξεις. Είναι όλοι τους εξίσου θείοι. Δεν εξουσιάζονται από καμμία άλλη οντότητα ή δύναμη.
Οι Θεοί και οι Θεές χαίρονται όταν κατώτερα όντα ΕΛΕΥΘΕΡΑ αναγνωρίζουν την ύπαρξή τους και τους απονέμουν σεβασμό και τιμές. Δεν έχουν ωστόσο ανάγκη αυτής της αναγνωρίσεως, ούτε την επιζητούν. Οι παντοδύναμοι Θεοί και Θεές δεν χρειάζονται τίποτε. Απλώς σχηματίζουν ό,τι επιθυμούν».
6. Μία ωφέλιμη ετυμολόγηση.
Σε συνέχεια των ανωτέρω, και καθώς όντως η αρχή της σοφίας είναι η καλή μελέτη των ονομάτων όπως ετόνιζε ο Αντισθένης, πρέπει να σημειώσουμε ότι ο όρος «Θεός», στην πραγματικότητα είναι επίθετο, χρήσιμο στο να προσδιορίζει το κάθε όν που έχει τα παραπάνω, κυρίως ταξιθετικά, χαρακτηριστικά. Ως προς την ρίζα του όρου, ο Ηρόδοτος (2. 52) λέει ότι οι Θεοί εκλήθησαν έτσι διότι συνέθεσαν τα φυσικά πράγματα σε κεκοσμημένο σύνολο: «έθυον δε πάντα πρότερον οι Πελασγοί θεοίσι επευχόμενοι, ως εγώ εν Δωδώνηι οίδα ακούσας, επωνυμίην δε ουδ’ ούνομα εποιεύντο ουδενί αυτών, ου γαρ ακηκόεσάν κω. Θεούς δε προσωνόμασαν σφέας από του τοιούτου ότι κόσμωι θέντες τα πάντα πράγματα και πάσας νομάς είχον», ενώ και ο στωϊκός θεολόγος Κορνούτος περιγράφει τους Θεούς στο σημαντικότατο βιβλίο του «Επιδρομή των κατά την Ελληνικήν Θεολογίαν Παραδεδομένων», με τα λόγια «θετήρες και ποιηταί των γινομένων». Η ετυμολόγηση εκ του «θέειν» που επιχειρεί ο Πλάτων στον «Κρατύλο» (397 δ), με παράδειγμα τον Ήλιο και την Σελήνη, είναι πολύ στενή και άρα σαφώς ασθενούς εγκυρότητος, αφού είναι μόνον εξυπηρετητική της γνωστής θεωρήσεως των ουρανίων σωμάτων ως «Θεών» από όλη την πυθαγορο-πλατωνική φιλοσοφική γραμμή (με την επιπρόσθετο μάλιστα πίστη ότι τα ουράνια σώματα θεωρούνται η πηγή της γνώσεως του Αριθμού ως θεμελίου της νοημοσύνης και της ηθικότητος), καθώς επίσης και από τον Αριστοτέλη στα πρώτα του έργα, και φυσικά από τους Νεοπλατωνικούς και τους Νεοπυθαγορείους. Αυτή η πλατωνική ετυμολόγηση θ’ αφορούσε καλύτερα την Τιτανίδα Θεία, που εκφράζει τον «ρόλο» της Κινήσεως μέσα στον εκδηλωμένο Κόσμο.
7. «Δια ταύτα...»
Με τα όσα ήδη αναφέραμε, έχει γίνει ελπίζουμε επαρκώς κατανοητό το τι είναι οι απολύτως υπαρκτοί Θεοί του Πολυθεϊσμού, όσο τουλάχιστον είναι απολύτως υπαρκτή και αυτή η ίδια η φυσική και αντικειμενική πραγματικότης, καθώς και το γιατί είναι έγκυρα όλα τα Εθνικά Πάνθεα και υπάρχουν όντως όλοι οι Θεοί στους οποίους από τα βάθη της Ιστορίας έστρεψαν τις επικλήσεις τους τα πολλά και ωραία τμήματα της πάλαι ποτέ πλουσίας και υγιούς Εθνόσφαιρας του πλανήτη Γή. Από αυτό το θείο ρέον εντός ρευστού που πληροί την «έδρα» των Θεών, τον πανταχού παρόντα αλλά σε αείποτε ανώτατο επίπεδο «Όλυμπο», ο κάθε άνθρωπος, η κάθε φυλή, το κάθε έθνος, «κατεβάζει» στην δική του φυσική πραγματικότητα αυτό που ταιριάζει στην ποιότητά του, την ιδιοσυγκρασία του και τις πολιτισμικές καταβολές του.
Από την άλλη, όσο και αν η ψυχοπάθεια των χριστιανών θεολόγων τους οδήγησε στο να ρεκάζουν, πάντα αθεράπευτα μισαλλόδοξοι, αναιδείς και ασεβείς, ότι τάχα «όλοι οι Θεοί των εθνών είναι δαίμονες» (sic), όσο και αν το πραγματικό νόημα του υβριστικού όρου «Ειδωλολατρία» που χρησιμοποιούν για να προσβάλουν την πραγματική, φυσική, μη κατασκευασμένη, Θρησκεία της ανθρωπότητος, δηλαδή τον Πολυθεϊσμό, είναι όχι λατρεία «ανυπάρκτων» Θεών, όπως αφήνουν τον αφελή κόσμο να πιστεύει, αλλά λατρεία... υπαρκτών «δαιμόνων» (sic), ο Κόσμος θα εξακολουθεί να υπάρχει πολύ μετά την κατάρρευση όχι μόνο της «μονοθεϊστικής» απάτης, αλλά ίσως και μετά την κατάρρευση ολόκληρου του νύν «πολιτισμού» της Ύβρεως και της Ασεβείας. Μαζί του θα συνεχίσουν βεβαίως να υπάρχουν και οι Θεοί, οι πραγματικοί πολλοί και φυσικοί Θεοί μας. Σε ασύλληπτα για τον νού μας μέλλοντα, όταν προ πολλού οι τελευταίοι παπάδες των κατασκευασμένων Θρησκειών θα έχουν μετατραπεί, όπως και τα απίθανα πλούτη τους και τα εξουσιαστικά μπιχλιμπίδια τους, σε τίποτε περισσότερο από μία ασήμαντη ποσότητα αστρικής σκόνης.
Βλάσης Γ. Ρασσιάς
1 σχόλιο:
Δημοσίευση σχολίου