Αθηνά εσύ, που 'χεις και της Γοργούς τη δύναμη
Παλλάς - παλμέ του κόσμου - Κυρία των όφεων,
καλόγνωμη στάσου και νιώσε τώρα την καρδιά μου,
που αγάλλεται και ψηλά ανεβαίνει
όταν σ' εσένα ευχές αναπέμπω,
στην ανείπωτη δόξα σου,
ή με σέβας βαθύ και σιγή αναστοχάζεται
την τρανή δύναμή σου
ψιθυρίζοντας άλλοτε ύμνους στην υπέροχή σου μορφή.
Εκεί πλάϊ σ' ελάτων ριζώματα, τρυφερά γαλουχείς
βλαστάρια θαλερών ελαιών
κι έμαθες στους θνητούς αυτά να κρατούν
στα ιερά όταν έρχονται,
κλώνους -σημεία παράκλησης, ελπίδας κι ευσέβειας·
Μεγαλόψυχη, εσύ που κατέχεις
μοναχή τις βαθειές της ερημιάς λαγκαδιές
και της Σοφίας τα άδυτα,
που σαν άριστος ίππος το Παν οδηγεί
και τον νου και τις πόλεις μας·
κι είσαι εσύ που χαρίζεις βραβείο
υγεία, ζωντάνια και πλούτο,
έργων και κόπων καλών,
σ' εκείνους τους οίκους που κυβερνά η πραότητα.
Της θεϊκής αρετής ανεκνίκητη δύναμη,
θραύεις της τρικυμίας τα κύματα
κι έχεις μάτι πελώριο οξυδερκείας,
σπεύδεις στα σπίτια των δικαίων
παρηγορήτρια θεά, πάροχος ευτυχίας,
με πόδια λυγερά· που τα κινεί η αγνή σου βούληση,
αλλά μέσ' από τις κυκλωνικές ίλιγγες του Βορέα
στων αλαζόνων τα λημέρια πέφτεις σαν κεραυνός,
συνθλίβοντάς τους.
Της σωστής γνώμης παράσταση,
της ευσεβείας των τειχών που κανείς δεν μπορεί να ραγίσει,
Υπέρμαχε συ.
Κάποτε, σε κάλεσε να 'λθεις στου Κόσμου τους χώρους
η Μήτις, το ζαρκάδι με τα μεγάλα ολόλαμπρα μάτια,
που την ποιητική, τη φρόνιμη έχει σκέψη και κρίση·
εκείνη, η λάμψη του Διός
που ακατάσχετα ρέει,
ο ποταμός της γένεσης και κάθε ρύθμισης αρμονικής.
Σου είπε να προβάλλεις απ' τις πτυχές του Χρόνου,
Που μέσα τους - άγνωστο πόσο - κατοικούσες,
και να 'βγεις στου Κόσμου τη μεγάλη, πολύβουη θυμέλη,
υφάντρα της υπέρτατης, της καθαρής Αλήθειας.
Συ που σημαίνεις τ' ανείπωτα, μεγάλα μυστικά,
εσύ που ενδύεις με φως κάθε ψυχή ευγενική
και πλέκεις με χρυσό ολοκάθαρο, σαν αράχνης ιστό λεπτεπίλεπτο,
τον αχανή, τον θείο χιτώνα.
Έτσι γεννήθηκες, τέκνο θεών άψογα στολισμένο.
Και, είτε φανερώνεσαι με τις ακτίνες του Ήλιου
είτε και στη βαθειά, χαλκοντυμένη Νύχτα,
λουσμένη με φως μυσταγωγό,
τα μάτια έχεις της Γλαύκης ,
που ατενή διαπερνούν του ζόφου το σκοτάδι.
Εσύ, που προφητεύεις με φωνή ιδανική
λόγια ανεπαίσθητα, νοητά
εσύ που αρμονίζεις νυχτερινούς κρωγμούς
και φοβερούς ανέμους στο τύμπανο το μαντικό της πρόγνωσης,
σύ που συντρίβεις της υπεροψίας τη χυδαία φωλιά,
Σοφία και Δίκη, πάρεδρε Διός.
Αλλά και κάποιας άλλης γέννας, μυστικής,
βλαστός υψώθης θαυμάσιος,
γέννημα πράξης πανίερης
που δέονται οι θνητοί και λατρεύουν,
Σώτειρα Κόρη, η περιβεβλημένη
την ιερή αιγίδα της Αμάλθειας,
δίωγμα κάθε κακού και τρόπαιο της επικράτειάς σου.
Κι έγινε κι εγεννήθης δεύτερη φορά,
όταν ο Ποσειδώνας,
δέσποτας των ναμάτων όλων και της άγριας θάλασσας
σε μώνυχον ίππο άλλαξε την αντρειωμένη του όψη,
και με την Δήμητρα έσμιξε με υπέρτατη ευδαιμονία.
Τη Δήμητρα την ισχυρή που αστραπιαία πήρε
φοράδας τη μορφή, γιατί ήταν σφοδρός πολύ ο γάμος.
Κι ωργίσθη η Θεά· δεν ήθελε η αγνή της φύση να μιχθεί
τόσο σφιχτά με το νερό. Κι έγινε 'κείνη η πρώτη Ερινύς.
Μα γέννησε- έργο πανώριο!- μια Κόρη φοβερή
στ' όνομα και στο δέμας,
των ίππων οδηγό, που άγρια καλπάζουν κι έρχονται
στου Κόσμου μας τον άγριο σάλο, τον ασίγαστο,
αφήνοντας τον Κόσμο που γεννήθηκαν, τον Νοερό
και την τροφό τους φάτνη γεμάτη στάχια νεόκοπα φωτός,
γιατί επιάστηκαν γοητευμένοι
στη ζώνη με τ' ανίκητα θέλγητρα,
της Αφροδίτης, της Ζωής.
Ιπποδάμεια, Ιππελάτειρα, Δέσποινα των απρόσιτων τόπων
που τη στέρεη Γη περιβάλλουν αθέατοι,
και των επίγειων φρόνιμη αρμοστή.
Κι από κείνη τη γέννα έκαμες δίδυμό σου αδελφό,
τ' όμορφο, νεαρό αλογάκι, τον Αρείωνα,
των αστεριών το φως το ανέσπερο
εκεί στα ουράνια.
Α! Τρισευλογημένη εσύ,
μήτε μετρώντας μ' αριθμούς
μήτε, όσο βαθειά κι αν στοχαστεί,
μπορεί ο άνθρωπος
το μέγεθός σου να εννοήσει,
Κόρη βασιλική, που πλάϊ σε όλους βρίσκεσαι
κι ανέγγιχτη απ' όλους,
Παρθένα,
Που για τον Ήφαιστο, το χάρμα της φωτιάς,
Πόθος αιώνιος είσαι κι άσβηστος·
Αυτού, που άφησε κάποια φορά
το σπέρμα του
στον άσπιλο μηρό σου,
Κόρη δέντρο αγνότητας,
Που όπως οι θύελλες και οι κυκλώνες τρέχεις,
εσύ, της δόξας άμωμε θρόνε.
Αλλά 'κείνο το σπέρμα εσύ αρνήθηκες,
και το 'ριξες στο χώμα.
Κι εκεί εκυήθη, στη μήτρα της άγιας γης,
της μάννας που ολοένα μυριάδες,
γεννάει παιδιά,
Κι έγινε ο σπόρος το τέκνο σου το μόνο,
ο Ερεχθεύς· λαμπρός στην αρετή και στην ανδρεία,
φήμη τον εστεφάνωσε μεγάλη και καλή,
και ηγεμόνας ήταν στης Αττικής τα παιδιά,
που νίκες ωραίες και πολλές έφεραν στην Πατρίδα·
από αυτούς εμεγαλύνθη τ' όνομά σου
με όσιες τελετές,
και, για ν' ανθίζει η Ζωή, η Χαρά και η Υγεία,
με προσφορές ιερές πάνω σε μυρωμένες τράπεζες
και σε βωμούς
κι ακόμη, μ' ετήσιες γιορτές θαμβωτικής λαμπρότητας,
και με της ιερής σιγής την τιμή την ασύγκριτη.
Λοιπόν, είσαι σύ που σείεις ψηλά και σε όλα τα σημεία,
του δόρατός σου την αιχμή,
τις μάχες των θνητών κατευθύνοντας
στων αρίστων τη νίκη
και τους ουράνιους δρόμους ορθοτομείς
σύμφωνα με τη ρυθμική κι ευφρόσυνη χάρη της Θέμιδος
και με τον τρόπο εκείνο, που γεννά κι αναγεννά
αδιάπτωτα τους κόσμους.
Παινεμένο εσύ Πλάσμα του Έρωτα του Πρώτου
και του Αιθέρος που ρέει στο Σύμπαν αιώνια,
και της Νυκτός που είναι Νόηση και όλων πρεσβυτέρα.
Φωτοβόλα εσύ Κόρη, δωρήτρια αγαθών ανθηρών και αγέραστων.
Συ απλώνεις στον Άπειρο χώρο το δίχτυ
που τα πάντα τυλίγει
από της διασποράς το χαμό σώζοντάς τα,
κι είναι το νήμα του χρυσάφι ανόθευτο
που ήρεμα λαμπυρίζει σαν κρόκου ανθός
σε χλοερό λειμώνα.
Με τη δροσιά της γιατρειάς κάθε θνητό ποτίζεις,
Υγεία Αθηνά,
Εύφημος πάντων πνοή, αρμέ στα θεμέλια του βίου.
Αλλά και πανίσχυρη έχεις τη γνώμη,
αήττητη καρδιά κι ορμή στην ψυχή ακατάβλητη.
Και κάποτε, αφού είπες στον Περσέα
τον τρόπο για να πράξει
και κάτοπτρο του 'δωσες ιερό,
που όπως πρέπει δείχνει τις πιο κρυφές Αλήθειες,
επάρθη το δεσποτικό της Μέδουσας κεφάλι,
αθέατο που φώλιαζε σ' ομίχλης λημέρια.
Και το 'χεις από τότε σύ,
Στο στέρνο το πλατύ σου,
που πάνω του στηρίζονται μαστοί
με δυνατές θηλές·
εκείνο το κεφάλι, που ως κόμη του σαλεύουν
απλοκαμοί φιδιών,
στραμμένο στους αδίκους με μάτια ορθανοιχτά,
γι' αυτούς νάρκη ψυχρή,
ως θωρούν στον φρικτό του θυμό
το θλιβερό του είδους τους βδέλυγμα·
έχει τη δύναμη ν' αποκαλύπτει,
εκείνο το κεφάλι την αλήθεια αναπότρεπτα.
Δέσποινα, εισάκουσε τα λόγια και τους λογισμούς μου
Κι άπλωσε ασπίδα προστασίας για μένα,
μακριά μου να κρατεί
την πλήξη, την άνοια και κάθε μαγγανεία,
την αλαζονεία, το μίσος τον φθόνο,
κάθε κακία και θλίψη.
Εσύ μοναχή, έρημη, παραστάτη αγώνων
που στεφανώνονται σ' αυτούς οι ανδρείοι,
Εργάνη, Κόρη που εργάζεσαι μαζί μ' εκείνους
που καλά συλλογούνται και ζητούν το αγαθό.
Τρυφερή, της γενναιότητας Πρόμαχε,
Πύλη δικαιοσύνης, παρακαλώ
με καλοσύνη δέξου τα λόγια αυτά
και να 'σαι κοντά πάντα και βοηθός
όλων εκείνων, που έχουν αγνή την καρδιά και ψηλό λογισμό,
απ΄ τη φθορά να σώζεις και την απώλεια
καθένα κάματο καλό
Κόρη με τα ολόλαμπρα, τα φοβερά σου μάτια
Τρισεύγενη, πρώτη λάμψη στον ουρανό
πριν ανατείλει ο Ήλιος
κι αναλαμπή στερνή, αφού εκείνος δύσει.
Μαρία Ιω. Σίδερη
Απόδοση στη Νέα Ελληνική ωδής που έχει συντεθεί από τη Μαρία Σίδερη στην Αρχαία Ελληνική
--------------------------------------------------------------------------------
ΩΔΗ ΑΘΗΝΑΣ ΠΑΛΛΑΔΟΣ (Αρχαία Ελληνικά)
Αθάνα Γοργώ, Παλλάς οφιούχε,
ηδύφρων νυν κλύθι της αμετέρας καρδίας
ευχαίσιν αναπετωμένης τω σω αφάτω κλέει
σιγή τε δεομένης της σης κραταιότητος
αίνοις τ' αυδούσης τω σω αρίστω είδει.
παρ' ελάτων ριζώμασι θάλπεις
θαλλούς ελαιών θαλερών
βροτοίσιν δ' έθηκας αυτούς χερσίν
ικετηρίους κλώνους,
Μεγάθυμε, η και κρατείς μονάχη νάπας ερημίας
άδυτα τε Σοφίας της του Παντός σειραφόρου
νοών τε και πόλεων,
οίκων τε καθ' αρμονίη και πραότητι εχομένων
ευκαμάτου γέρας αυξιθαλείας παρέχεις.
Αλιρραγής εν αρετή δηϊη, ισχύς
και Δίκης όμμα οξυδερκείας πελώριον
στείχεις δικαίοις δόμοισι παρήγορε δαίμων ολβοδότις,
ευνοίας έχουσα λιγυρόν πόδα,
σκήπτουσα δ' ιλλίγκοις Βορέως
εν τοις των υπερνόων θαλάμοις·
ευδοξίας παράστασις, υπέρμαχε αρρήκτων
ευσεβείας τειχών.
Σ' ανακάλεσα πώποτε Μήτις
η της φρονήσεως δορκάς και Διός φάος
αείρροον, γενέσεως και κόσμου ποταμός
εκ των του αφάτου Χρόνου διαπτύξεων
εν οις και ποτ' έμενες
επί θυμέλην κόσμου τούδε ζαλόεσσα
ιστουργέ νοητής αληθείας
και του μεγάλου αρρήτου νυγμέ
εν αυτώ και τοις πάσι,
ψυχών τε αβρών αμφαφάουσα
και τον μέγα πάνθειον αραχνιούσα
χιτώνα χρυσώ απέφθω,
γέγονας δήπου δήϊον τέκος παντελή φέρον κόσμον·
κειθ' ηελίοιο ακτίνισι φαινομένη
είτε και μέσσω χαλκοφόρου νυκτός
μυστιπόλου φάος ύπο,
οφθαλμόν ατενή φέρεις Γλαύκης,
δέρκος σκοτίας ερεμνούς.
Προφήτα δι' ομφής ανεπαισθήτων ρημάτων
κρωγμών τε νυκτερίων και
τυφών ανέμων αρμοστά εν μαντοσύνης τυπάνω
η και τον της ύβρεως φαύλον οίκον αικίζεις.
Αλλά και θαύμα γενέσεως αρρήτου τ' άλλης
τέκος σεβάσματος πέφυκας Σώτειρα Κούρη,
η και βύρσιν φέρεις ιράν Αμαλθείας,
αλεξίκακον τρόπαιον κράτους του υμετέρου, Σοφία.
Αλιμέδοντος γαρ Ποσειδάονος δεσπότου τ' απάντων ναμάτων
ίππω μωνύχω μεταβαλόντος τ'αυτού σεμνόν δέμας,
άμα δε γενομένου εύλεκτρον ζεύγος Δαμάτειρος Βριμούς,
φορβάδος σχήμα αίφνης λαβούσης δια το σφοδρόν του γάμου
τούδε και τούτου ένεκεν Ερινύος πρώτης
αυτής γεγονυίας, κούρην ετεύξατο, μέγιστον έργον,
Ιπποδάμεια Ιππελάτειρα τε κελήτων δρομέων αγρίων,
λιπόντων τον απρόσιτον Κόσμον
εν ώ εγεννήθησαν και φάτνην
αμβρότων φωτός θαλυσίων,
κεστού γαρ Κύπριδος θελκτηρίου
δεσμοίς κατελήφθησαν
Κούρη δεινή τούνομά τε και είδος,
Σε, Δέσποινα των υπό χθόνα πέδων
Συντάκτη τε των επί χθόνα
συγγενή δίου Αρείωνος, σκύμνου χαρίεντος,
άστρων όντος άμβροτον σέλας λευκάζον.
Μάκαιρα, ου δι' αριθμών ου τοι
διαλογιζόμενος δήπου
δύναταί τις βροτών εισιδείν
αλκής και μεγέθους των σων.
Βασίλεια κούρη, τοις πάσι προσηνής
και πάσιν αμιγής, Παρθένε,
Ηφαίστου πυρικλεούς ανήνυτε πόθε,
ος δη και τ' αυτού σπέρμα οσίω μηρώ
επί τω υμετέρω αφήκε,
ω δένδρον αγνότητος, εριώλιον στείχος,
λευκόν δόξης βάθρον,
εξ ουν του σπέρματος 'κείνου κυηθέν
νηδύος πάρα χθονός
εριτόκου μητέρας, ου συ μιν απέρριψάς το,
Ερεχθεύς εγεννήθη, τέκνον γιγνόμενος μόνον το Σόν,
αγαθότητος τέρας ευκλεές
ηγεμών Αττικών παίδων καλλινίκων,
οίσπερ και το Σον όνομα εμεγαλύνθη
τελεταίς οσίαις, χάριταίς τ' ευθαλίαις
επί θυμέλης θυηέσσης, εκπάγλοις τ΄εορταίς ενιαυσίαις
ευφημίας τε αριστείω.
Συ δ΄αναπάλλεις δόρατος αιχμήν
ευθετίζουσα μάχας θνητών
και οδούς ουρανίους
ες έρρυθμον, ευφρόσυνον θέμιδος χάριν
και τρόπον Κόσμων αειγενέτην.
Ευδόξου Πλάσμα Έρωτος Πρωτογόνου
Αιθέρος τ΄αειρρόου Νυκτός τε πρεσβυγενέθλου Νοήσεως
Κούρη αγαυή, αειθαλέων πάροχε αγαθών,
Συ τείνεις σαγήνην σ΄αυτήν απέφθου χρυσού,
κρόκου εν άχει έχοντα σεπτήν λαμπηδόνα
δρόσον τε νότω ιάσεως καταχέεις τοις πάσι,
εύφημος, εύθυμος κρηπίδων βίου δεσμός.
Αλλά και μεγασθενές έχεις φρόνημα,
αήττητον άμα κραδία και θύμον κραιπνόν.
Και πώποθ΄ότ΄έδωκας Περσέως Δαναϊδου
μήχος και κάτοπτρον ιρον μυχίας
αληθείας εμφαίνον,
και κατεβλήθη Μεδούσης κρύφιος
εν ηερόεσσι ρείθροις μνήσκων
πότνιος κρας,
Σύ τούτον φέρεις έκτοτε
επ΄ευρύστερνον έδος ευθήλων μαστών,
οφεοπλόκαμον προς αδίκων
ψυχράν νάρκην διά της τοις όμμασι
θεωρίας του της φαυλότητος λυγρού μύσους,
αληθείας τη χάριτι.
Δέσποινα, κλύθι νυν τοις εμοίς
ρήμασιν και λογισμοίς
και ασπίδα πρότεινε προστάτην
υπέρμαχον κατά πάσης ανίας, ανοίας τε μαγγανείας,
ύβρεως, νείκους, φθόνου, κακίας δ' απάσης και θλίψεως.
Άπιε, έρημε, φίλη δοριστεφάνων αγώνων
τοις ευ φρονούσι συνεργέ κούρη,
μειλιχία, πρόμαχε αρετής,
πύλη δικαίου, λίτομαί Σε,
ευήκοος προς το ρημάτιον τόδε
επήκοος δ' υπέρ απάντων των αγνών
καρδία τε και λογισμώ ικάνειν
καμάτων ευκαμάτων σώτειρα,
γλαυκώπι, όρθρου τ΄εσπέρας
αβρόν απαύγασμα.
Μαρία Ιω. Σίδερη
1998
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου