ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ ΥΜΝΟΥ ΣΤΟΝ ΒΑΚΧΟ
Άλλοι στο Δράκανον κι άλλοι στην ανεμόδαρτη Ικαρία
λένε, άλλοι στη Νάξο, ω θείο γένος ειραφιώτη,
κι άλλοι στον Αλφειό τον βαθυστρόβιλο
ότι σε γέννησε κυοφορώντας σε η Σεμέλη για τον Δία τον φιλοκέραυνο,
κι άλλοι στις Θήβες λένε ότι εσύ γεννήθηκες
ψευδόμενοι, ενώ σένα ο πατέρας των ανθρώπων και των θεών σε γέννησε
από τη λευκοχέρα Ήρα κρύβοντας σε, απ' τους ανθρώπους μακριά.
Υπάρχει κάποια Νύση όρος ψηλό κατάφυτο από δάσος
απ' τη Φοινίκη μακριά, σχεδόν στα ρείθρα της Αιγύπτου
Κι αγάλματα πολλά θα στήσουνε γι' αυτόν μες στους ναούς.
Κι όταν στα τρία σε τεμάχισε, στις τριετηρίδες πάντοτε
θα θυσιάζουνε σε σένα οι άνθρωποι εκατόμβες τελεσφόρες.
Είπε και με τα μαύρα του τα φρύδια συγκατένευσε ο Κρονίων,
και τότε βόστρυχοι θεϊκοί κυμάτισαν απ' του άνακτα
το αθάνατο κεφάλι, και τον μεγάλον Όλυμπο τον τράνταξε.
Έτσι μιλώντας πρόσταξε ο συνετός ο Ζεύς με το κεφάλι του.
Ελέησε μας ειραφιώτη γυναικομανή, κι εμείς οι αοιδοί
με σε αρχινώντας και τελειώνοντας υμνούμε, και δυνατόν δεν είναι
εσένα λησμονώντας ιερή ωδή να θυμηθούμε.
Έτσι κι εσύ λοιπόν χαίρε Διόνυσε ειραφιώτη
με τη μητέρα σου Σεμέλη που την καλούν και Θυώνη.
ΣΤΗΝ ΑΦΡΟΔΙΤΗ
Τη χρυσοστέφανη σεβάσμιαν όμορφη Αφροδίτη
θα υμνήσω, αυτή που τα οχυρά κατέχει όλης της Κύπρου
της θαλασσόβρεχτης, όπου η νοτερή ορμή του Ζέφυρου που φύσαγε
στο κύμα την επήγαινε της πολυφλοίσβου θάλασσας
μέσα σ’ ανάλαφρον αφρό, αυτήν που οι χρυσοστέφανες οι Ώρες
την υποδέχτηκαν περίχαρα κι άφθαρτα ενδύματα της ‘βαλαν,
και πάνω στο κεφάλι της το αθάνατο της έθεσαν καλόπλεχτο
ωραίο στεφάνι χρυσαφένιο και στους διάτρητους λοβούς
ενώτια από το πολύτιμο χρυσάφι κι από ορείχαλκο,
κι ολόγυρα τον απαλό λαιμό και τ’ αργυρόλευκά της στήθη
με περιδέραια ολόχρυσα στολίζανε οι Ώρες
όμοια μ’ εκείνα που φορούσαν οι ίδιες όποτε πηγαίναν
στων θεών το θελκτικό χορό και στου πατέρα τους τ’ ανάκτορο.
Όταν λοιπόν όλον τον στολισμό της βάλαν στο κορμί
την πήγαν στους αθάνατους κι εκείνοι βλέποντάς τη την ασπάζονταν,
με χειραψία τη δέχτηκαν κι ευχόταν ο καθένας τους
σύζυγος να του γίνει και στο σπίτι να την πάει,
γιατί θαυμάζαν τη θωριά της ανθοστέφανης Κυθέρειας.
Χαίρε ελικοβλέφαρη γλυκόλαλη δώσε σε τούτον τον αγώνα
να οδηγηθώ στη νίκη εγώ κι ομόρφηνέ μου το άσμα.
Κι εγώ θεά και μ’ άλλο μου τραγούδι θα σε μνημονεύσω.
ΣΤΗΝ ΑΡΤΕΜΗ
Την Άρτεμη την αδερφή του Εκάτου ύμνησε Μούσα
την τοξότρια παρθένα, ομογάλακτη του Απόλλωνα,
αυτή που τ’ άλογα του βουρλοσκεπασμένου Μέλητος ποτίζει
και γρήγορα το άρμα τ’ ολόχρυσο απ’ τη Σμύρνη το πηγαίνει
στην αμπελόφυτη την Κλάρο, εκεί που ο αργυρότοξος Απόλλων
κάθεται την τηλεύστοχη τοξότρια περιμένοντας.
Έτσι κι εσύ κι όλες οι θεές μαζί σου ας χαίρεσαι με το άσμα μου,
όμως εγώ εσένα πρώτα κι από σένα αρχίζω να υμνώ,
κι αφού από σένα αρχίσω θα περάσω σ’ άλλον ύμνο.
Τυφλός τραγουδιστής που παίζει λύρα. Αγαλματίδιο από μπούτζο γεωμετρικής εποχής από την Κρήτη
ΣΤΗΝ ΑΦΡΟΔΙΤΗ
Την Κυπρογεννημένη θα υμνήσω την Κυθέρεια που στους θνητούς
δίνει μειλίχια δώρα, και το ερωτοπόθητό της πρόσωπο
πάντα χαμογελάει και λάμψη ερωτική το τριγυρίζει.
Χαίρε βασίλισσα της ομορφοχτισμένης Σαλαμίνος
και της θάλασσας Κύπρου, δος μου το περιπόθητο άσμα.
Όμως εγώ και μ’ άλλο μου τραγούδι θα σε μνημονεύσω.
ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ
Την πολιούχο Αθηνά Παλλάδα αρχίζω να εξυμνώ
την τρομερή, που με τον Άρη έργα πολεμικά σχεδιάζει
και λεηλασίες πόλεων, πολέμους κι αλαλάγματα,
και προστατεύει το στρατό κι όταν υποχωρεί κι όταν ορμάει.
Χαίρε θεά, δος μου καλοτυχία κι ευδαιμονία.`
ΣΤΗΝ ΗΡΑ
Υμνώ την Ήρα τη χρυσόθρονη που η Ρέα τεκνοποίησε,
με την υπέροχη όψη την αθάνατη βασίλισσα
του Δία του βροντερού την αδερφή και σύζυγο
την ένδοξη, που οι μακάριοι όλοι στον ψηλό τον Όλυμπο
σεβόμενοι τιμούν, όμοια με τον κεραυνοβόλο Δία.
ΣΤΗ ΔΗΜΗΤΡΑ
Αρχίζω την καλλίκομη σεμνή θεά τη Δήμητρα να υμνώ,
αυτή και την πανέμορφή της κόρη Περσεφόνη.
Χαίρε θεά και σώσε αυτή την πόλη, και το άσμα μου κατεύθυνε.
ΣΤΗ ΜΗΤΕΡΑ ΤΩΝ ΘΕΩΝ
Εξύμνησε μου την μητέρα των θεών και των ανθρώπων όλων
ω Μούσα λυγερόκορμη του Δία του μεγάλου θυγατέρα,
που των κροτάλων και τυμπάνων η ιαχή κι ο ήχος των αυλών
την τέρπει, και το ούρλιασμα των λύκων και των αγριόφθαλμων λεόντων,
και τα όρη τα ηχερά και τα κατάφυτα φαράγγια.
Έτσι και συ να χαίρεσαι κι όλες μαζί οι θεές με το άσμα μου.
ΣΤΟΝ ΗΡΑΚΛΗ ΤΟΝ ΛΕΟΝΤΟΚΑΡΔΟ
Τον Ηρακλή τον γιο του Δία θα υμνήσω, τον πιο ισχυρό
απ΄ τους θνητούς στη Θήβα την απλόχωρη που γέννησε
η Αλκμήνη με τον μαυροσύννεφο σαν έσμιξε Κρονίωνα,
αυτός που κάποτε στην αχανή τη θάλασσα και τη στεριά
αφού περιπλανήθηκε με προσταγή του βασιλιά Ευρυσθέα
ανδραγαθίες πολλές κατόρθωσε και υπέφερε πολλά,
τώρα όμως πια σε καλό τόπο του χιονοσκέπαστου Όλυμπου
διαμένει απολαμβάνοντας, και την καλλίσφρη την Ήβη έχει
Χαίρε του Δία γιε ω βασιλιά και χάριζε ευτυχία κι αρετή.
Άλλοι στο Δράκανον κι άλλοι στην ανεμόδαρτη Ικαρία
λένε, άλλοι στη Νάξο, ω θείο γένος ειραφιώτη,
κι άλλοι στον Αλφειό τον βαθυστρόβιλο
ότι σε γέννησε κυοφορώντας σε η Σεμέλη για τον Δία τον φιλοκέραυνο,
κι άλλοι στις Θήβες λένε ότι εσύ γεννήθηκες
ψευδόμενοι, ενώ σένα ο πατέρας των ανθρώπων και των θεών σε γέννησε
από τη λευκοχέρα Ήρα κρύβοντας σε, απ' τους ανθρώπους μακριά.
Υπάρχει κάποια Νύση όρος ψηλό κατάφυτο από δάσος
απ' τη Φοινίκη μακριά, σχεδόν στα ρείθρα της Αιγύπτου
Κι αγάλματα πολλά θα στήσουνε γι' αυτόν μες στους ναούς.
Κι όταν στα τρία σε τεμάχισε, στις τριετηρίδες πάντοτε
θα θυσιάζουνε σε σένα οι άνθρωποι εκατόμβες τελεσφόρες.
Είπε και με τα μαύρα του τα φρύδια συγκατένευσε ο Κρονίων,
και τότε βόστρυχοι θεϊκοί κυμάτισαν απ' του άνακτα
το αθάνατο κεφάλι, και τον μεγάλον Όλυμπο τον τράνταξε.
Έτσι μιλώντας πρόσταξε ο συνετός ο Ζεύς με το κεφάλι του.
Ελέησε μας ειραφιώτη γυναικομανή, κι εμείς οι αοιδοί
με σε αρχινώντας και τελειώνοντας υμνούμε, και δυνατόν δεν είναι
εσένα λησμονώντας ιερή ωδή να θυμηθούμε.
Έτσι κι εσύ λοιπόν χαίρε Διόνυσε ειραφιώτη
με τη μητέρα σου Σεμέλη που την καλούν και Θυώνη.
ΣΤΗΝ ΑΦΡΟΔΙΤΗ
Τη χρυσοστέφανη σεβάσμιαν όμορφη Αφροδίτη
θα υμνήσω, αυτή που τα οχυρά κατέχει όλης της Κύπρου
της θαλασσόβρεχτης, όπου η νοτερή ορμή του Ζέφυρου που φύσαγε
στο κύμα την επήγαινε της πολυφλοίσβου θάλασσας
μέσα σ’ ανάλαφρον αφρό, αυτήν που οι χρυσοστέφανες οι Ώρες
την υποδέχτηκαν περίχαρα κι άφθαρτα ενδύματα της ‘βαλαν,
και πάνω στο κεφάλι της το αθάνατο της έθεσαν καλόπλεχτο
ωραίο στεφάνι χρυσαφένιο και στους διάτρητους λοβούς
ενώτια από το πολύτιμο χρυσάφι κι από ορείχαλκο,
κι ολόγυρα τον απαλό λαιμό και τ’ αργυρόλευκά της στήθη
με περιδέραια ολόχρυσα στολίζανε οι Ώρες
όμοια μ’ εκείνα που φορούσαν οι ίδιες όποτε πηγαίναν
στων θεών το θελκτικό χορό και στου πατέρα τους τ’ ανάκτορο.
Όταν λοιπόν όλον τον στολισμό της βάλαν στο κορμί
την πήγαν στους αθάνατους κι εκείνοι βλέποντάς τη την ασπάζονταν,
με χειραψία τη δέχτηκαν κι ευχόταν ο καθένας τους
σύζυγος να του γίνει και στο σπίτι να την πάει,
γιατί θαυμάζαν τη θωριά της ανθοστέφανης Κυθέρειας.
Χαίρε ελικοβλέφαρη γλυκόλαλη δώσε σε τούτον τον αγώνα
να οδηγηθώ στη νίκη εγώ κι ομόρφηνέ μου το άσμα.
Κι εγώ θεά και μ’ άλλο μου τραγούδι θα σε μνημονεύσω.
ΣΤΗΝ ΑΡΤΕΜΗ
Την Άρτεμη την αδερφή του Εκάτου ύμνησε Μούσα
την τοξότρια παρθένα, ομογάλακτη του Απόλλωνα,
αυτή που τ’ άλογα του βουρλοσκεπασμένου Μέλητος ποτίζει
και γρήγορα το άρμα τ’ ολόχρυσο απ’ τη Σμύρνη το πηγαίνει
στην αμπελόφυτη την Κλάρο, εκεί που ο αργυρότοξος Απόλλων
κάθεται την τηλεύστοχη τοξότρια περιμένοντας.
Έτσι κι εσύ κι όλες οι θεές μαζί σου ας χαίρεσαι με το άσμα μου,
όμως εγώ εσένα πρώτα κι από σένα αρχίζω να υμνώ,
κι αφού από σένα αρχίσω θα περάσω σ’ άλλον ύμνο.
Τυφλός τραγουδιστής που παίζει λύρα. Αγαλματίδιο από μπούτζο γεωμετρικής εποχής από την Κρήτη
ΣΤΗΝ ΑΦΡΟΔΙΤΗ
Την Κυπρογεννημένη θα υμνήσω την Κυθέρεια που στους θνητούς
δίνει μειλίχια δώρα, και το ερωτοπόθητό της πρόσωπο
πάντα χαμογελάει και λάμψη ερωτική το τριγυρίζει.
Χαίρε βασίλισσα της ομορφοχτισμένης Σαλαμίνος
και της θάλασσας Κύπρου, δος μου το περιπόθητο άσμα.
Όμως εγώ και μ’ άλλο μου τραγούδι θα σε μνημονεύσω.
ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ
Την πολιούχο Αθηνά Παλλάδα αρχίζω να εξυμνώ
την τρομερή, που με τον Άρη έργα πολεμικά σχεδιάζει
και λεηλασίες πόλεων, πολέμους κι αλαλάγματα,
και προστατεύει το στρατό κι όταν υποχωρεί κι όταν ορμάει.
Χαίρε θεά, δος μου καλοτυχία κι ευδαιμονία.`
ΣΤΗΝ ΗΡΑ
Υμνώ την Ήρα τη χρυσόθρονη που η Ρέα τεκνοποίησε,
με την υπέροχη όψη την αθάνατη βασίλισσα
του Δία του βροντερού την αδερφή και σύζυγο
την ένδοξη, που οι μακάριοι όλοι στον ψηλό τον Όλυμπο
σεβόμενοι τιμούν, όμοια με τον κεραυνοβόλο Δία.
ΣΤΗ ΔΗΜΗΤΡΑ
Αρχίζω την καλλίκομη σεμνή θεά τη Δήμητρα να υμνώ,
αυτή και την πανέμορφή της κόρη Περσεφόνη.
Χαίρε θεά και σώσε αυτή την πόλη, και το άσμα μου κατεύθυνε.
ΣΤΗ ΜΗΤΕΡΑ ΤΩΝ ΘΕΩΝ
Εξύμνησε μου την μητέρα των θεών και των ανθρώπων όλων
ω Μούσα λυγερόκορμη του Δία του μεγάλου θυγατέρα,
που των κροτάλων και τυμπάνων η ιαχή κι ο ήχος των αυλών
την τέρπει, και το ούρλιασμα των λύκων και των αγριόφθαλμων λεόντων,
και τα όρη τα ηχερά και τα κατάφυτα φαράγγια.
Έτσι και συ να χαίρεσαι κι όλες μαζί οι θεές με το άσμα μου.
ΣΤΟΝ ΗΡΑΚΛΗ ΤΟΝ ΛΕΟΝΤΟΚΑΡΔΟ
Τον Ηρακλή τον γιο του Δία θα υμνήσω, τον πιο ισχυρό
απ΄ τους θνητούς στη Θήβα την απλόχωρη που γέννησε
η Αλκμήνη με τον μαυροσύννεφο σαν έσμιξε Κρονίωνα,
αυτός που κάποτε στην αχανή τη θάλασσα και τη στεριά
αφού περιπλανήθηκε με προσταγή του βασιλιά Ευρυσθέα
ανδραγαθίες πολλές κατόρθωσε και υπέφερε πολλά,
τώρα όμως πια σε καλό τόπο του χιονοσκέπαστου Όλυμπου
διαμένει απολαμβάνοντας, και την καλλίσφρη την Ήβη έχει
Χαίρε του Δία γιε ω βασιλιά και χάριζε ευτυχία κι αρετή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου