Ω! Ευγένεια! Ω ομορφιά απλή και αληθινή! Θεά που η λατρεία σου σημαίνει και Σοφία, Συ που ο Ναός σου είναι ένα αιώνιο μάθημα συνείδησης και ειλικρίνειας, φθάνω αργά στων μυστηρίων σου το κατώφλι, στον βωμό σου προσκομίζω τύψεις πολλές. Για να τον βρω μου χρειάστηκαν να κάνω έρευνες ατέλειωτες. Τη μύηση που μεταβίβαζες στον Αθηναίο όπως γεννιόταν μ’ ένα χαμόγελο, εγώ την κατέκτησα με σκέψεις πολλές, με κόπο και με προσπάθειες μακρόχρονες
Γεννήθηκα, ω θεά με τα γαλανά μάτια, από γονείς βάρβαρους. Απ’ τους καλούς και ενάρετους Χιμμερίους, που κατοικούν στις όχθες μιας θάλασσας σκοτεινής, που βράχια τις περικλείνουν και οι τρικυμίες πάντα τις κτυπούν. Γνωρίζουν μόλις τον ήλιο. Αντί λουλούδια έχουν τα θαλασσινό φυτά, τα φύκια και τα χρωματιστά κογχύλια, που βρίσκουν στα βάθη των έρημων μυχών. Τα σύννεφα κάνουν την εμφάνισή τους δίχως χρώμα, και η χαρά είναι λίγο θλιβερή εκεί αλλά , πηγές από κρύα νερά αναβλύζουν απ’ τα βράχια και τα μάτια που έχουν οι νέες κοπέλες είναι σαν κι εκείνες τις πράσινες πηγές, όπου, πάνω σε φόντο από χόρτα κυματιστά καθρεφτίζεται ο ουρανός.
Οι πρόγονοί μου, όσο μακριά και αν μπορούμε να γυρίσουμε πίσω, ήταν αφοσιωμένοι στα μακρινά θαλασσινά ταξίδια, μέσα σε θάλασσες που οι Αργοναύτες σου δεν γνώρισαν. Άκουσα, όταν ήμουν νέος, τραγούδια για ταξίδια πολικά, με νανούρισαν οι αναμνήσεις για πλεούμενους πάγους, για θάλασσες γεμάτες καταχνιά, που ήταν ολόιδιες με το γάλα, για νησιά που κατοικούσαν μόνο πουλιά, που κελαηδούσαν στην ώρα τους και που σαν ξανάρχιζαν ομαδικά το πέταγμά τους, σκοτείνιαζαν τον ουρανό.
Μερικοί ιερείς μιας ξένης λατρείας, που είχε φθάσει από τους Σύριους της Παλαιστίνης, ανέλαβαν το χρέος να με σπουδάσουν. Οι ιερείς αυτοί ήταν σοφοί και άγιοι. Με δίδαξαν μεγάλες ιστορίες για τον Κρόνο, που δημιούργησε καθώς λένε τον κόσμο και για τον γιό του, που καθώς λένε, πραγματοποίησε ένα ταξίδι επάνω στη γη. Οι ναοί τους είναι τρεις φορές πιο ψηλοί απ’ τον δικό σου, ω Ευρυθμία κι ακριβώς όμοιοι με δάση μονάχα που δεν είναι γεροί γκρεμίζονται, κατρακυλάνε σε ερείπια έπειτα από πεντακόσια ή εξακόσια χρόνια είναι φαντασίες βαρβάρων, που νόμισαν πως μπορούν να κάνουν κάτι καλό έξω από τους κανόνες που χάραξες εσύ στους εμπνευσμένους σου, ω Λογική. Όμως αυτοί οι ναοί μου άρεσαν δεν είχα ακόμη μελετήσει τη δική σου θεία τέχνη’ εύρισκα εκεί μέσα τον Θεό. Έψαλλαν εκεί μέσα ύμνους που ακόμα τους θυμάμαι: «Χαίρε, ώ άστρο της θάλασσας, … βασίλισσα εκείνων που βογκάνε πάνω σ’ αυτή την κοιλάδα των δακρύων», ή ακόμα: «Ρόδο μυστικό, φιλντισένιε Πύργε, Άστρο του… πρωινού». Άκουσέ με, ώ Θεά όταν τους θυμάμαι αυτούς τους ύμνους, λιώνει η καρδιά μου, γίνομαι σχεδόν αποστάτης. Συγχώρεσε με για την κενότητα αυτή δεν μπορείς να φανταστείς τη γοητεία που οι βάρβαροι μάγοι έβαλαν μέσα σ’ αυτούς τους στίχους και πόσο με βαραίνει ν’ ακολουθώ ολόγυμνη την λογική.
Κι έπειτα αν ήξερες, πόσο δύσκολο έχει γίνει να σε υπηρετούμε! Η κάθε ευγένεια έχει εξαφανιστεί. Οι Σκύθες έχουν κατακτήσει τον κόσμο. Δεν υπάρχει πια δημοκρατία από ανθρώπους ελεύθερους τώρα υπάρχουν μονάχα βασιλιάδες που κατάγονται από αίμα βαρύ, κάτι μεγαλειότητες, που γι’ αυτές εσύ θα χαμογελούσες. Κάτι δυσκίνητοι Υπερβόρειοι αποκαλούν ελαφρούς αυτούς που σε υπηρετούνε… Μια Παμβοιωτία φοβερή, μια συμμαχία από όλες τις βλακείες, απλώνει πάνω στον κόσμο ένα κάλυμμα μολυβένιο που εμείς ασφυκτιούμε κάτω απ’ αυτό. Ακόμα κι αυτοί που σε τιμούν, πόσο θα πρέπει να σου προκαλούν τον οίκτο! Θυμάσαι εκείνο τον Καληδόνιο, που πριν από πενήντα χρόνια, κομμάτιασε τον Ναό σου με σφυριές για να σε μεταφέρει στη Θούλη; Το ίδιο κάνουν όλοι…
Έγραψα, σύμφωνα με μερικούς απ’ τους κανόνες που αγαπάς, ω Θεονόη, την ζωή του νέου θεού που υπηρέτησα στα παιδικά μου χρόνια εκείνοι με μεταχειρίζονται σαν έναν Εφήμερο μου γράφουν για να με ρωτήσουν ποιον σκοπό έχω βάλει μπροστά μου εκτιμούν μονάχα εκείνο που χρησιμεύει για να κάνει να καρποφορήσουν τα τραπεζικά τους γραφεία. Και γιατί γράφει κανείς την ζωή των θεών ω ουρανέ! Αποκλειστικά και μόνο για να κάνουν ν’ αγαπηθεί το θείο, που υπήρξε μέσα τους, και για ν’ αποδείξουν πως το θείο ζει ακόμα και θα ζει αιώνια στην καρδιά της ανθρωπότητας.
Την θυμάσαι βέβαια εκείνη την ημέρα, μέσα στο αρχοντικό του Διονυσιόδωρου, όπου ένας δύσμορφος μικρόσωμος Ιουδαίος, που μιλούσε παραφθαρμένα ελληνικά των Συρίων, ήρθε εδώ, διέσχισε τα Προπύλαιά σου χωρίς να σε νιώσει, διάβασε τις επιγραφές σου ολότελα ανάποδα, και πίστεψε πως βρήκε μέσα στα τείχη σου έναν βωμό αφιερωμένο σ’ έναν θεό, που ίσως θα ήταν ο Άγνωστος Θεός. Ε, ναι λοιπόν, ο μικροσκοπικός αυτός Ιουδαίος νίκησε χίλια χρόνια ολόκληρα σε μεταχειρίσθηκαν σαν είδωλο, ω Αλήθεια χίλια χρόνια υπήρξε μια έρημος, όπου δεν ανθούσε κανένα λουλούδι. Σε όλο αυτό το διάστημα, εσύ σιωπούσες, ω Σάλπιγγα, σάλπιγγα εσύ της σκέψης, Θεά της τάξης, εικόνα της ουράνιας σταθερότητας, θα λογιζόταν ένοχος κανείς αν τυχόν και σ’ αγαπούσε, και , σήμερα, που μ’ εργασίες συνειδητές, επίμονες κατορθώσαμε να σε πλησιάσουμε, μας κατηγορούν πως διαπράξαμε ένα έγκλημα ενάντια στο ανθρώπινο πνεύμα, επειδή σπάσαμε τις αλυσίδες του που φορούσε ο Πλάτων.
Συ μόνη είσαι νέα, ω Κόρη συ μόνη είσαι αγνή, ω Παρθένος συ μόνη είσαι γερή, ω Υγεία συ μόνη είσαι ισχυρή, ω Νίκη έχεις ότι χρειάζεται γι’ αυτό απ’ τον Άρη, ω Αρεία η ειρήνη είναι ο σκοπός σου, ω Ειρηνική. Νομοθέτης, πηγή δίκαιων νόμων. Δημοκρατία, εσύ, που το θεμελιώδες σου δόγμα είναι πως κάθε αγαθό προέρχεται από το λαό και πως εκεί όπου δεν υπάρχει λαός, για να θρέψει και να εμπνεύσει την μεγαλοφυΐα, δεν υπάρχει τίποτε, μάθε μας να βγάζουμε το διαμάντι μέσα απ’ τα ακάθαρτα πλήθη. Πρόνοια του Δία, εργάτρια θεία, μητέρα της κάθε εργασίας, προστάτιδα της δουλειάς, ω Εργάνη, συ που δημιουργείς την ευγένεια του πολιτισμένου εργάτη και τον τοποθετείς τόσο δυνατό πάνω απ’ τον οκνηρό τον Σκύθη Σοφία, συ που ο Δίας σε γέννησε αφού έσκυψε πρώτα το κεφάλι, αφού πήρε ανάσα βαθειά συ που κατοικείς μέσα στον πατέρα σου, απόλυτα ενωμένη με το δικό του είναι συ που είσαι η συντρόφισσά του και η συνείδησή του. Ενέργεια του Δία, σπινθήρα που ανάβεις και διατηρείς τη φωτιά στους ήρωες και στους ανθρώπους που έχουν μεγαλοφυΐα, κάνε μας να γίνουμε άνθρωποι πνευματικοί, συμπληρωμένοι.
Την ημέρα που οι Αθηναίοι κι οι Ρόδιοι πάλεψαν για την θυσία, εσύ διάλεξες να κατοικήσεις σιμά στους Αθηναίους σα πιότερο σοφούς. Όμως πατέρας σου έβαλε τον Πλούτωνα να κατεβεί μέσα σ’ ένα χρυσό σύννεφο στην μεγάλη πόλη των Ροδίων, γιατί κι εκείνοι είχαν προσφέρει στην θυγατέρα του μεγάλες τιμητικές θυσίες. Οι Ρόδιοι έγιναν πλούσιοι τότε, οι Αθηναίοι όμως απέκτησαν πνεύμα, δηλαδή την αληθινή χαρά, την παντοτινή ευθυμία, την θεϊκή παιδικότητα της καρδιάς! Ο κόσμος μόνο τότε θα σωθεί όταν γυρίσει πίσω ξανά σε σένα, όταν λησμονήσει κι αποδιώξει τις βάρβαρές του συνήθειες. Ας τρέξουμε, ας έρθουμε όλοι μαζί.
Πόσο ωραία θα είναι εκείνη η μέρα, όπου όλες οι πόλεις που πήραν κάτι απ’ τα απομεινάρια του Ναού σου: να δώσουν πίσω αυτά που έκλεψαν, για να επανορθώσουν έτσι την αδικία που έκαναν! Θα σχηματίσουν αντιπροσωπείες επίσημες, αποστολές αρχαιολογικές, στα ιερά μέρη της Ελλάδας, για να ξαναδώσουν τα’ αρχαία μνημεία, που τα κρατούν στην κατοχή τους ακόμα λέγοντας: «Θεά συγχώρησέ μας! Τα πήραμε για να τα σώσουμε απ’ τους βάρβαρους, απ’ τα κακά δαιμόνια της νύχτας»΄ και θα χτίσουν ξανά τα τείχη σου, με τους ήχους της δικής σου φλογέρας, για να ξεπλύνουν το έγκλημα του ανόσιου Λύσανδρου, που τα είχε γκρεμίσει.
Θα πάνε έπειτα στην ίδια την Σπάρτη για να καταραστούν τη γη της, που αυτή ήταν η πρωταίτια για τα τρομερά και τα σκοτεινά σφάλματα της ιστορίας, για να τη χλευάσουν να την περιφρονήσουν, γιατί τώρα έσβησε και δεν υπάρχει πια.
Εγώ, πιστός σε σένα, θ’ αντισταθώ στους επικίνδυνους και μοιραίους μου συμβούλους: στον σκεπτικισμό μου, που με κάνει να αμφιβάλω στην ανησυχία που έχει το πνεύμα μου, που κι όταν ακόμα βρεθεί η αλήθεια, αυτό με κάνει να την αναζητάω αδιάκοπα στην φαντασία μου, που ποτέ της δεν μ’ αφήνει να ησυχάσω ακόμα κι έπειτα απ’ τη διαπίστωσή της απ’ την ίδια τη λογική.
Ω, Αθηνά Αρχηγέτης, ιδανικό που ο κάθε μεγαλοφυής άνθρωπος το ενσαρκώνει μέσα στ’ αριστουργήματά του, προτιμώ να είμαι ο τελευταίος στην πατρίδα σου, παρά να είμαι ο πρώτος οπουδήποτε αλλού. Ναι, θα προσδεθώ στον στυλοβάτη του ναού σου θα λησμονήσω κάθε άλλη πειθαρχία εκτός απ’ τη δική σου, θα γίνω στηλίτης πάνω στις κολόνες σου το κελί μου θα βρίσκεται επάνω στο επιστήλιό σου. Και πιο δύσκολο ακόμα! Για σένα, αν μπορέσω, θα γίνω μισαλλόδοξος, μεροληπτικός. Θα μάθω τη γλώσσα σου και θα ξεμάθω όλα τα άλλα. Θα είμαι άδικος για κείνο που δεν ενδιαφέρει εσένα ΄ θα γίνω υπηρέτης του τελευταίου απ’ τα παιδιά σου. Τους σημερινούς κατοίκους αυτής της γης, που συ έδωσες στον Ερεχθέα, θα τους εγκωμιάσω, θα τους κολακεύσω. Θα προσπαθήσω να αγαπήσω ακόμα και τα ελαττώματά τους θα πείσω τον εαυτό μου, ω Ιππία, ότι κατάγονται απ’ τους ιππείς, που γιορτάζουν εκεί ψηλά, επάνω στο μάρμαρο της ζωφόρου σου, την αιώνια γιορτή τους. Θ’ αποσπάσω απ’ την καρδιά μου κάθε ευαίσθητη χορδή που δεν είναι τέχνη λογική και καθαρή. Θα παύσω ν’ αγαπάω τις αρρώστιες μου, να ευχαριστιέμαι με τον ίδιο τον πυρετό μου. Υποστήριξε Συ, την σταθερή μου πρόθεση, ω Σωτηρία βοήθησέ με ω Συ, που σώζεις!
Πόσες δυσκολίες προβλέπω, πραγματικά! Πόσες πνευματικές συνήθειες θα πρέπει ν’ αλλάξω! Πόσες χαριτωμένες αναμνήσεις θα πρέπει ν’ αποσπάσω απ’ την καρδιά μου! Θα δοκιμάσω δεν είμαι όμως βέβαιος για τον εαυτό μου.
Αργά σε γνώρισα, ω Απόλυτη ομορφιά. Θα διαπιστώσεις παλινδρομήσεις και αδυναμίες. Δεν υπάρχει αμφιβολία πως μια φιλοσοφία διεστραμμένη μ’ έκανε να πιστέψω πως το καλό και το κακό, η ευχαρίστηση και ο πόνος, η ομορφιά κι η ασχήμια, η λογική κι η τρέλα μεταμορφώνονται οι πρώτες μέσα στις δεύτερες, με παραλλαγές τόσο αγνώριστες, όσο και αυτές που βρίσκονται στο λαιμό του περιστεριού. Το να μην αγαπάς τίποτε, το να μη μισείς τίποτε απολύτως, γίνεται τότε μια σοφία. Αν τυχόν μια κοινωνία, μια φιλοσοφία, μια θρησκεία είχε κατακτήσει την απόλυτη αλήθεια, τότε η κοινωνία αυτή, αυτή η φιλοσοφία, αυτή η θρησκεία, θα είχε νικήσει τις άλλες και θα ζούσε μόνη της την ώρα αυτή. Όλοι εκείνοι, που νόμισαν ως τώρα, πως έχουν δίκιο πλανήθηκαν αυτό το βλέπουμε καθαρά. Μπορούμε μήπως να πιστέψουμε, χωρίς θρασύτητα τρελή, ότι το μέλλον δεν θα μας κρίνει το ίδιο όπως κρίνουμε το παρελθόν; Να οι βλαστήμιες που μου υποβάλλει το πνεύμα μου, που είναι τόσο κακομαθημένο. Μια φιλολογία, που σαν την δική σου, θα ήταν υγιής από όλες τις πλευρές, θα προκαλούσε σήμερα μονάχα την ανία.
Χαμογελώ για την απλοϊκή μου σκέψη. Ναι, την ανία… Είμαστε διεφθαρμένοι: τι να γίνει; Θα προχωρήσω πιο μακριά, ορθόδοξη Θεά, θα σου ειπώ την ενδόμυχη διαφθορά της καρδιάς μου. Η λογική και η φρόνηση δεν είναι αρκετές. Υπάρχει κάποια ποίηση μέσα στον παγωμένο Στρυμόνα και μέσα στο μεθύσι των κατοίκων της Θράκης. Θα έρθουν αιώνες που θα λογαριάζουν τους μαθητές σου σαν μαθητές της ανίας. Ο κόσμος είναι πιο μεγάλος απ’ όσο πιστεύεις. Αν είχες ιδεί τα χιόνια του πόλου και τα μυστήρια του ουρανού της Ανταρκτίδας, το μέτωπό σου, ω πάντα ήρεμη Θεά, δεν θα ήταν τόσο γαλήνιο. Το κεφάλι σου, πιο πλατύ, θ’ αγκάλιαζε τότε διάφορα είδη ομορφιάς.
Είσαι αληθινή, αγνή και τέλεια το μάρμαρό σου δεν έχει καμιά κηλίδα κι ο ναός ακόμα της Αγίας Σοφίας, που βρίσκεται στο Βυζάντιο, κι αυτός επίσης προκαλεί μιαν εντύπωση θεία με τα τούβλα και τ’ ασβεστώδη ερείπιά του. Είναι η εικόνα του θόλου του ουρανού. Θα καταρρεύσει. Εάν λοιπόν κι ο δικός σου Θάλαμος θα έπρεπε να είναι αρκετά πλατύς για να χωρέσει ένα μεγάλο πλήθος, τότε θα γκρεμιζόταν κι αυτός.
Ένα ποτάμι απέραντο λησμονιάς μας παρασέρνει μέσα σ’ ένα ακατονόμαστο βάραθρο. Ω Άβυσσος, είσαι ο μοναδικός Θεός. Τα δάκρυα όλων των λαών είναι δάκρυα αληθινά τα όνειρα όλων των σοφών περικλείνουν μονάχα ένα μέρος της αλήθειας. Τα πάντα εδώ κάτω είναι σύμβολο και όνειρο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου