₪₪₪₪₪₪₪₪₪₪₪₪₪₪₪₪₪₪₪₪₪ЭЄ₪₪₪₪₪₪₪₪₪₪₪₪₪₪₪₪₪₪₪₪₪

Η ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΤΩΝ «ΠΛΗΘΩΝΙΣΤΩΝ» ΣΤΙΣ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΜΑΧΕΣ ΤΟΥ 15ΟΥ ΑΙΩΝΑ ΚΑΤΑ ΤΩΝ ΟΘΩΜΑΝΩΝ

Για του οπαδούς του Πλήθωνος μετά το 1453 ελάχιστα πράγματα είναι γνωστά, συνήθως λέγεται ή γράφεται στα πεταχτά ότι οι περισσότεροι «έφυγαν στην Δύση», δηλάδή στην Ιταλία και τα πράγματα σταματάνε εκεί.
 Με εξαίρεση τον Βησσαρίωνα και κάποια ακόμα ελάχιστα ονόματα που ανιχνεύουμε κυρίως λόγω του συγγραφικού τους έργου, δεν γνωρίζουμε τίποτε απολύτως, ούτε για εκείνους που όντως «έφυγαν στην Δύση», ούτε για εκείνους, που ήσαν και οι περισσότεροι, οι οποίοι παρέμειναν στον Μωριά και αντιστάθηκαν ένοπλα στους εισβολείς Οθωμανούς.
Ιστορικά στοιχεία γι' αυτήν την αντίσταση υπάρχουν πολύ λίγα, και κυρίως αποτελούνται από ό,τι μπόρεσε να διασωθεί γύρω από τα πρόσωπα που ηγήθηκαν αυτής, όπως λ.χ οι ηπειρωτικής ή ίσως και αλβανικής καταγωγής πολέμαρχοι «στρατιότι» («strattioti») Θεόδωρος Μπούας και Κορκόδειλος ή Κορκόντυλος Κλαδάς, στους οποίους άλλωστε θα αναφερθούμε στην συνέχεια του παρόντος κατά την παρουσίαση των γεγονότων εκείνης της εποχής. Κάποια ελάχιστα στοιχεία όμως, «μη ιστορικά» βεβαίως κατά την σύγχρονη αντίληψη του ιστορικού επιστημονισμού, αφού δεν βασίζονται σε γραπτή πηγή, είναι γνωστά μέσα από στόμα με στόμα μετάδοση, που πάει να πει μέσα από αυτό που πραγματικά είναι «παράδοση» και μέσα από αυτά ακριβώς πιστοποιείται όντως συμμετοχή «πληθωνιστών» σε εκείνον τον απελπισμένο αμυντικό αγώνα κατά των Οθωμανών.
Υποχρεωμένος να ακολουθήσει τους κανόνες του αντιφατικότατου ιστορικού επιστημονισμού (που έχει θεοποιήσει την «πρωτογενή» γραπτή πηγή, ακόμα και αν αυτή κραυγαλέα αποτυπώνει «παράδοση» ή, ακόμη χειρότερα, λαϊκή φημολογία), ο γράφων προτίθεται να παρουσιάσει μελλοντικά αυτή την μεταδοθείσα Ιστορία μέσα από ένα ιστορικό «μυθιστόρημα», για να γίνει τουλάχιστον γνωστή σε όσους είναι όντως διατεθειμένοι για κάτι τέτοιο -οι υπόλοιποι ας πάνε να διαβάσουν «έγκυρη» Ιστορία, βασισμένη σε παραληρήματα καλόγερων ή λαϊκούς μύθους του παρελθόντος που απλώς έτυχε να περάσουν πριν από κάποιους αιώνες επάνω σε χαρτί, ώστε σήμερα να εκλαμβάνονται ηλιθιωδώς ως πέρα για πέρα «έγκυρες» ιστορικές «πηγές» και μάλιστα. «πρωτογενείς».



Για την ώρα θα αναφερθούμε απλώς στο όνομα Γεώργιος ή Κυργιώργης Δαιμονογιάννης, που πρέπει να γεννήθηκε κάπου γύρω στα 1435, αφού «αγένειος ακόμα γνώρισε για πρώτη φορά τον δάσκαλο Γομοστό» δηλαδή τον Γεώργιο Γεμιστό Πλήθωνα, τον φιλόσοφο του Μυστρά και ιδρυτή του πολυθεϊστικού «Κύκλου» της τότε Λακωνίας «λίγο πριν αποθάνει», δηλαδή λίγο πριν το έτος 1452. Η παράδοση αναφέρει τον Κυργιώργη Δαιμονογιάννη «στρατιότι» στην υπηρεσία των Ενετών κατά το ξέσπασμα του πρώτου Ενετοτουρκικού Πολέμου το 1463 και ιδρυτή και πρώτο «μάγιστρο» το επόμενο έτος (1464) της μυστικής αδελφότητας των αρκετών εναπομεινάντων στον Μωριά «πληθωνιστών», η οποία αποσκοπούσε στην πραγμάτωση του οράμματος του διδασκάλου, δηλαδή στην εθνική απελευθέρωση και αυθυπαρξία των Ελλήνων και στην παλινόρθωση του καθοριστικού πολυθεϊσμού τους.



Τα τελευταία δεδομένα από την ίδια παράδοση, θέλουν τον Δαιμονογιάννη να αγωνίζεται δίπλα στον ηρωϊκό Κορκόδειλο Κλαδά τόσο στην πρώτη φάση του αντάρτικου αγώνα του, έπειτα από την προδοσία των Ενετών το 1479, όσο και στην δεύτερη, μία δεκαετία αργότερα, που έληξε με τον μαρτυρικό θάνατο του θρυλικού πολέμαρχου το έτος 1490. Τους δυο άνδρες συνέδεε φιλία στενή, αλλά και κάτι ακόμα: ο έρωτας του Κλαδά για την εξαδέλφη του Δαιμονογιάννη Βασιλική. Ο καταπονημένος από τους συνεχείς αγώνες και τις κακουχίες Κυργιώργης Δαιμονογιάννης, ηγήθηκε του «δρουγγού» του για τρία ακόμη χρόνια. Πέθανε μετά από εμπύρετη ασθένεια το 1493, στα αντάρτικα καταφύγια του βόρειου Ταϋγέτου. Οι εναπομείναντες συμμαχητές και αδελφοί έθαψαν με τιμές τον πολέμαρχο πρώτο «μάγιστρο» και, προσπαθώντας να είναι συνεπείς με τα πάτρια, αποτέφρωσαν το κέντρο της ηρωϊκής του ψυχής, δηλαδή την καρδιά του και παρέδωσαν την σποδό, ως «αγώνος σήμα», στον διάδοχο δεύτερο «μάγιστρο» της αδελφότητος.



Αυτά είναι τα λίγα που μπορούμε, για την ώρα τουλάχιστον, να αφηγηθούμε για τον πρώτο ηγέτη των ένοπλων «πληθωνιστών» του Μωριά στα τέλη του 15ου αιώνα, υποσχόμενοι να περάσουν μελλοντικά τα υπόλοιπα υπό μορφή ιστορικού «μυθιστορήματος» για να μην έχουν να λένε οι κάθε είδους (είτε γελοίοι είτε αχρείοι) καθεστωτικοί. Ο γράφων ούτε θα τους κάνει την χάρη να τους παράσχει λαβές για αμφισβήτηση της ιστορικής του εγκυρότητας, ούτε και ενδιαφέρεται άλλωστε να μιλήσει σε αυτιά ανθρώπων που είναι είτε ανήμποροι είτε ακατάλληλοι ν' ακούσουν. Όπως έχουμε άλλωστε ξαναγράψει παλαιότερα, προκαλώντας μάλιστα την μήνη αρκετών, «Ne margaritas obijce porcis, seu asinus sabsterne rosas !», που πάει να πει στα Ελληνικά «μην ρίχνεις τα μαργαριτάρια στα γουρούνια, μην εκπορνεύεις βλακωδώς τα τριαντάφυλλα».



Από εδώ και κάτω, στο ανά χείρας κείμενο παρέχουμε «κανονική» Ιστορία, ήτοι Ιστορία με την καθιερωμένη στις ημέρες μας έννοια. Ο χρονολογικός πίνακας που ακολουθεί, κατά τον προσφιλή για τον γράφοντα τρόπο ιστορικής αφήγησης με χρονική αλληλουχία, παρουσιάζει την ένοπλη αντίσταση των ήδη ελεύθερων από την βυζαντινή κατοχή και την ενετική κυριαρχία Ελλήνων του Μωριά στα τέλη του 15ου αιώνα, τότε που προήλαυναν στα εδάφη των πατέρων τους οι καινούργιοι Οθωμανοί κατακτητές.



Το έτος 1456 οι Οθωμανοί έχουν καταλάβει την Αθήνα, οι βυζαντινοί μηχανισμοί εξουσίας έχουν καταρρεύσει παντού στην Πελοπόννησο, ενώ οι Ενετοί της «Γαληνοτάτης Δημοκρατίας του Αγίου Μάρκου» επιχειρούν να ισχυροποιήσουν την εκεί παρουσία τους, αρχίζοντας από τις βόρειες και δυτικές οχυρές θέσεις. Την άνοιξη του 1458 ο Οθωμανός σουλτάνος Μωάμεθ ο Πορθητής αρχίζει προετοιμασίες για εισβολή στην Πελοπόννησο, την οποία υποτίθεται ότι ακόμα ελέγχουν οι τραγικά δειλοί Παλαιολόγοι. Μέσα στο ίδιο έτος πολιορκεί και καταλαμβάνει την Κόρινθο και, με δύο βραχίονες του στρατού του, προσπαθεί ανεπιτυχώς να κυριεύσει τα φρούρια των Πατρών και των Καλαβρύτων. Η πρώτη αυτή εισβολή λήγει άδοξα και ο οθωμανικός στρατός αποσύρεται για ανασχεδιασμό των επιχειρησιακών του μεθόδων.



Την άνοιξη του 1459 ο Μωάμεθ εισβάλλει ξανά στην Πελοπόννησο, πετυχαίνει την παράδοση της φρουράς της Καρύταινας και οδεύει επικεφαλής 3.000 πολεμιστών προς το Λεοντάρι, όπου συγκρούεται με τον μικρό στρατό του πολέμαρχου Κορκόδειλου Κλαδά, που δεν ξεπερνούσε τους 1.000 άνδρες. Οι Έλληνες, που πολεμούν υπό το δικό τους λάβαρο (δικέφαλος επάνω σε πορφυρό και όχι κίτρινο πανί, συν το οικόσημο του αρχηγού τους) ηττώνται, αλλά υποχωρούν συντεταγμένα υπό την καθοδήγηση του Κλαδά, του οποίου οι ελιγμοί γίνονται αντικέιμενο θαυμασμού από τον σουλτάνο. Ο φοβισμένος Δημήτριος Παλαιολόγος παραδίδει αμαχητί το Δεσποτάτο του Μυστρά στον σουλτάνο, παρόλο που όλοι σχεδόν οι εντόπιοι πολέμαρχοι εξακολουθούν να αγωνίζονται κατά των εισβολέων. Ο Κλαδάς προσπαθεί να δώσει μάχη αυτοκτονίας στην θέση «Άη Γιώργης», αλλά ο σουλτάνος τον συναντάει άοπλος μπροστά από τους δύο στρατούς, τού εκφράζει τον θαυμασμό του και τού δηλώνει ότι δεν θέλει να καταστρέψει τέτοιον πολεμιστή, άρα του επιτρέπει να ζήσει ελεύθερος στην περιοχή του Έλους.



Το 1460 οι εισβολείς Οθωμανοί έχουν κυριεύσει πολλές οχυρές θέσεις ανά την Πελοπόννησο, όπου επικρατεί πλέον απόλυτη αναρχία, ενώ οι Ενετοί έχουν ιδιοποιηθεί όλα τα φρούρια που μέχρι την προηγούμενη χρονιά ανήκαν στους Παλαιολόγους. Το 1463, με αφορμή την υποστήριξη των Ενετών προς τον Αλβανό πολέμαρχο Γεώργιο Καστριώτη ή «Σκεντέρμπεη», ξεσπάει ο Πρώτος Ενετοτουρκικός Πόλεμος, που θα διαρκέσει μέχρι το 1479. Οι Ενετοί χρησιμοποιούν στην Πελοπόννησο την στρατιωτική δύναμη των πολλών εντόπιων πολεμάρχων, τους οποίους προσλαμβάνουν μαζί με τους άνδρες τους ως μισθοφόρους («στρατιότι», «strattioti») και καταλαμβάνουν την Μονεμβασιά και πολλές άλλες οχυρές θέσεις. Οι γνωστότεροι από εκείνους τους πολέμαρχους είναι οι Πέτρος Μπούας, Μιχαήλ Ράλλης, Νικόλαος Παγωμένος, Νικόλαος Μπόχαλης, Κορκόδειλος Κλαδάς, Νικόλαος Γραίτζας, Ιωάννης Γαβαλλάς, κ.ά.



Το επόμενο έτος (1464), παρά τις επιτυχίες των πολέμαρχων Κλαδά στην Λακωνία και Μιχαήλ Ράλλη στην Αχαϊα, οι Ενετοί ηττώνται στην Μαντινεία, οι Οθωμανοί λεηλατούν την Αργοναυπλία και φθάνουν μέχρι το Λεοντάρι της Αρκαδίας και το 1465 ο Ομάρμπεης εισβάλλει στην Μάνη αλλά αναχαιτίζεται από τους πολέμαρχους των Ελλήνων. Το 1466 ο Σιγιμούνδος Μαλατέστα φθάνει μαχόμενος μέχρι τον Μυστρά και μεταφέρει τα οστά του φιλοσόφου Γεωργίου Γεμιστού Πλήθωνος στο Ρίμινι, όμως ο διάδοχός του στην αρχηγία των Ενετών Ιάκωβος Μπαρμπαρίγκο ηττάται και χάνει την ζωή του τον Αύγουστο στην Πάτρα και οι Έλληνες σύμμαχοι της «Γαληνοτάτης Δημοκρατίας του Αγίου Μάρκου» γίνονται τώρα ο αποκλειστικός στόχος της μήνης των Οθωμανών. Οι αιχμάλωτοι πολέμαρχοι Μιχαήλ Ράλλης καί Μάρκος - Επιφάνειος Κλαδάς θανατώνονται με φρικτό τρόπο: ο πρώτος ανασκολοπίζεται και ο δεύτερος γδέρνεται ζωντανός.



Ενώ τα επόμενα χρόνια οι Οθωμανοί εξολοθρεύουνν μεθοδικά όλες τις αντιστασιακές εστίες, τον Ιανουάριο του 1479 οι φοβισμένοι από τις αλλεπάλληλες ήττες τους Ενετοί υπογράφουν εσπευσμένα με τον εκχριστιανισμένο Εβραίο εκπρόσωπό τους Τζιοβάνι Ντάριο συνθήκη ειρήνης με τους αντιπάλους τους, δεχόμενοι να καταβάλουν στον σουλτάνο τεράστια αποζημίωση και ετήσιους δασμούς 10.000 δουκάτων για το δικαίωμά τους στο ναυτικό εμπόριο. Στην Πελοπόννησο οι Ενετοί διατηρούν μόνο τα οχυρά της Κορώνης και της Μεθώνης. Στις 9 Οκτωβρίου 1479 όμως, ο Κορκόδειλος Κλαδάς εισβάλλει στην Μάνη επικεφαλής 16.000 ανδρών, μίας τρόπον τινά ελληνικής πανστρατιάς, και απελευθερώνει το Οίτυλο και αρκετά ακόμη χωριά και φρούρια (Τριγόφιλο, Καστάνια, Μεγαλοχώριο, Λεφτίνη, Ανδρούσα, Βάσκος, Πιάγα, κ.ά.).



Στις 23 Ιανουαρίου 1480 η Βενετία αποκηρύσσει την πολεμική δράση του Κλαδά και οι αρχές τής υπό ενετική κατοχή Κορώνης συλλαμβάνουν και στέλνουν σε φυλακή της Βενετίας την σύζυγο, τα παιδιά και τα αδέλφια του, επικηρύσσοντάς τον ως «ρέμπελο» (επαναστάτη) και «προδότη» με το δελεαστικά μεγάλο ποσό των 10.000 μοθωναϊκών υπέρπυρων. Σε ενίσχυση των «ανεξέλεγκτων» Ελλήνων, που ήδη καταδιώκονται από 10.000 Οθωμανούς υπό τον διοικητή της Πελοποννήσου («σαντζιάκμπεη του Μωριά») Σουλεϊμάν Πασά, έρχεται ο πολέμαρχος Θεόδωρος Μπούας και ο υιός του Μερκούριος, επικεφαλής 60 μόνον πολεμιστών. Οι Οθωμανοί εκπορθούν τα φρούρια Τριγόφυλου, Οιτίλου, Μεγαλοχωρίου και Παπαφίγγου.



Στις 19 Ιανουαρίου 1481 ο Κλαδάς τσακίζει κοντά στο Οίτιλο τους υπό τον «μπεηλέρμπεη της Ρούμελης» Αλή Μπούμικο εισβολείς Οθωμανούς, με αποτέλεσμα οι δυνάμεις του θορυβημένου Σουλεϊμάν Πασά να υποχρεωθούν ν' αποσυρθούν στην Σπάρτη. Έξαλλος από τις τεράστιες απώλειες του στρατού του (700 νεκροί), ο σουλτάνος διατάσσει την θανάτωση 19 Ελλήνων πολεμιστών που είχαν αιχμαλωτισθεί στο φρούριο Τριγόφυλου. Με ενισχυμένο στρατό που τώρα αριθμεί πάνω από 8.000 πολεμιστές ο σουλτάνος διατάσσει τον Μάρτιο νέα εισβολή στην Μάνη, κλείνει την δίοδο Μαυροβουνίου και προχωρεί προς το φρούριο της Καστανιάς, όπου βρίσκονται εγκλωβισμένοι οι ένοπλοι Έλληνες μαζί με 1.000 αιχμάλωτους Οθωμανούς. Ενώ το φρούριο κοντεύει πια να πέσει στα χέρια των πολιορκητών Οθωμανών, λίγο πριν το ξημέρωμα της 10ης Απριλίου ο Κλαδάς, που βρισκόταν έξω από το κάστρο, επιτίθεται στους πολιορκητές και δημιουργεί δίοδο όλων των επιζώντων πολεμιστών του και των οικογενειών τους προς το Πόρτο Κάγιο, από όπου οι εναπομείναντες αντιστασιακοί μεταφέρονται τελικά στην Ιταλία με τρεις ναπολιτάνικες γαλέρες (οι Ναπολιτάνοι ήσαν εχθροί των Ενετών).



Ακόμα και μετά την φυγή του Κλαδά συνεχίζεται στην Μάνη και τον Ταϋγετο από πολλές αντάρτικες ομάδες η αντίσταση κατά των Οθωμανών. Όταν αυτό γίνεται γνωστό στην Ιταλία, ο Κλαδάς αποφασίζει να επιστρέψει στην γη των αρχαίων Σπαρτιατών για να οργανώσει την αντίσταση σε συντεταγμένη στρατιωτική δράση. Όντως το 1488 ή 1489 ο Κλαδάς επιστρέφει στην Λακωνία, αρχίζει συστηματικό έργο στον τομέα της οργάνωσης αλλά και της μαχητικής εκπαίδευσης των ανταρτών, όμως τον Οκτώβριο του 1490 πιάνεται αιχμάλωτος κοντά στην Βέργα έπειτα από μία σύντομη μάχη, οδηγείται μπροστά στον Οθωμανό διοικητή, γδέρνεται ζωντανός και το γεμισμένο με άχυρα δέρμα του στέλνεται στον σουλτάνο Βαγιαζήτ τον Β στην Κωνσταντινούπολη.



Ενώ στον Ταϋγετο εξακολουθεί, παρά τον θάνατο του Κλαδά, η αντιστασιακή δράση των ντόπιων μικρών αντάρτικων σωμάτων («δρουγγών»), τον Ιούλιο του 1499 η δυτική Πελοπόννησος δέχεται την επίθεση ισχυρού οθωμανικού στόλου υπό τον ναύαρχο Νταούντ Πασά, ενώ πολυάριθμος στρατός υπό τον ίδιο τον σουλτάνο Βαγιαζήτ πολιορκεί και καταλαμβάνει την Ναύπακτο. Το καλοκαίρι του 1500 ο στόλος του Νταούντ Πασά και του πρώην πειρατή Κεμάλ κτυπάει την Μεθώνη, ενώ ο στρατός του Βαγιαζήτ έχει ήδη φθάσει στην Αρκαδία, παρά τις παρενοχλήσεις των «στρατιότι» Νικολάου Ρενέση, Γεωργίου Ράλλη και Νικόλαου Μενάγια. Χτυπημένη από στεριά και θάλασσα, η ενετική Μεθώνη πέφτει τελικά στις 10 Αυγούστου, μετά από μία τρομερή σε δύναμη επίθεση των γενιτσάρων, λεηλατείται επί τρεις συνεχείς ημέρες και τουλάχιστον το ένα τρίτο του πληθυσμού της σφάζεται, ενώ οι επιζήσαντες σέρνονται σκλάβοι στα ασιατικά δουλοπάζαρα. Τρομοκρατημένος ο φρούραχος της Πύλου Κάρολος Κονταρίνης παραδίνεται αμαχητί. Οι μόνες βάσεις των Ενετών στην Πελοπόννησο απομένουν πια το Ναύπλιο και η Μονεμβασιά, που θα παραδοθούν στους Οθωμανούς, μετά από συνθήκη, το έτος 1540.



Βλάσης Ρασσιάς



(Δημοσιεύθηκε στο τεύχος 68 του περιοδικού «Διιπετές», το φθινόπωρο 2008)

Δεν υπάρχουν σχόλια: