Στο βοιωτικό όρος Πτώον (επώνυμο του ήρωος Πτώου, υιού του βασιλιά του Ορχομενού Αθάμαντος και της Θεμιστούς, κατά τον Παυσανία που αναπαράγει τον ποιητή Άσιο τον Σάμιο, 9. 23. 6) ή «όρος Πελαγίας» όπως η ρωμιοσύνη φρόντισε να το μετονομάσει για να σβήνουν οι αρχαίες μνήμες, στα βόρεια των λιμνών Υλίκη και Παραλίμνη, έστεκε τον καιρό των Ελλήνων, τουλάχιστον από τον 9ο π.α.χ.χ. αιώνα έως την ύστερη αρχαιότητα, η πόλη Ακραίφιο, στα βόρεια της οποίας στέκει σήμερα ένα, ευτυχώς, ομώνυμο χωριό (από τον Ιούνιο του 1933 Ακραίφνιον, ενώ έως τότε ονομαζόταν «Καρδίτσα»).
Το Μαντείο του «Πτώου» Απόλλωνος ήταν φημισμένο τον καιρό των Ελλήνων ως «αψευδές» (γιατί ποτέ δεν είχε δώσει λανθασμένο χρησμό) και «πολύφωνον» (επειδή χρησμοδοτούσε ακόμη και προς βαρβάρους στην γλώσσα τους). Κατά την τοπική παράδοση, το Ιερό θεμελίωσε ο ίδιος ο Θεός Απόλλων, ενώ πρώτος ιερεύς αναφέρεται από τον γεωγράφο Στράβωνα (9.2.34) ο Τήνερος, υιός του Θεού και της νύμφης Μελίας, αδελφός του Ισμηνού. Στον Τήνερο χάρισε ο πατέρας του το δώρο της Μαντικής.
Το Μαντείο απαρτιζόταν από μία ιερά πηγή, ένα «μαντικό σπήλαιο» και έναν Ναό του Θεού, από τον οποίο ελάχιστα πράγματα σώζονται σήμερα, ενώ τον όλο χώρο έχουν προσπαθήσει οι χριστιανοί να «σφραγίσουν» με μία εκκλησία αφιερωμένη στην «Αγία Παρασκευή». Το «σπήλαιον» που βρισκόταν νοτίως του Ναού ήταν ένα θολωτό οικοδόμημα, μέσα στο οποίο, με χρήση και των υδάτων από την ιερά πηγή που μεταφέρονταν εκεί με πήλινους αγωγούς, τελείτο κάθε φορά η μυστική προφητική τελετουργία από άρρενες μάντεις.
Ο Ναός κατά την αρχαϊκή εποχή ήταν ξύλινος με πήλινη επένδυση στις πλευρές του και ήταν προσανατολισμένος ανατολικά, ενώ στα μέσα του 6ου π.α.χ.χ. αιώνα είχε πλέον τους τοίχους του κτισμένους από πώρινους λίθους με επένδυση του εσωτερικού του επίσης από πώρινες πλάκες. Τα πώρινα θεμέλια και μικρό τμήμα από την εσωτερική πώρινη πλακόστρωση εκείνου του Ναού έφεραν στο φως οι ανασκαφές από την Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή που έγιναν σε τρεις φάσεις στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ου αιώνα (1885 - 1888, 1891 και 1903).
Αυτός ο λίθινος Ναός του Θεού Απόλλωνος, που είχε πανελλήνια αίγλη αφού σε αυτόν αφιέρωσαν αγάλματα ακόμη και Αθηναίοι πολιτικοί άνδρες (ο Αλκμαιωνίδης Μεγακλής, γύρω στο 550 και ο Πεισιστρατίδης τύραννος Ίππαρχος, γύρω στο έτος 520), ήταν περίπτερος (13 Χ 6 κίονες κατά τον Έλληνα αρχαιολόγο Αναστάσιο Ορλάνδο, 1887 - 1979), ακολουθούσε τον δωρικό ρυθμό, έφερε γλυπτό διάκοσμο στα αετώματά του και την ζωοφόρο του και είχε διαστάσεις περίπου 24 Χ 12 μ. (24,72 Χ 11,65 μ. υποστήριξε ο Ορλάνδος, ενώ 23,33 Χ 11,80 μ. ο Γάλλος συνάδελφός του Μωρίς Ολώ - Maurice Holleaux, 1861 - 1932). Μπροστά από τον σηκό υπήρχε δίστυλος πρόναος διαστάσεων 2,65 Χ 3,10, το δε δάπεδο του Ναού ήταν στρωμένο με μεγάλες πώρινες πλάκες που έφθαναν τις διαστάσεις 0, 89 Χ 0,94 μ.
Ο Ναός ανακαινίστηκε στα τέλη του 4ου π.α.χ.χ. αιώνα, γύρω στο 316 που ο Κάσσανδρος ξανάκτισε τις κατεστραμμένες από τον Αλέξανδρο Θήβες. Οι γαλλικές ανασκαφές αποκάλυψαν αρχαϊκούς αλλά ομορφότατους κούρους (από πολλούς θεωρούνται απεικονίσεις του ίδιου του Θεού), που εκτιμώνται ως έργα της τοπικής βοιωτικής γλυπτικής και σήμερα φιλοξενούνται στα μουσεία των Θηβών και των Αθηνών, τρίποδες, καθώς και αρκετές επιγραφές από γαλάζιο και λευκό μάρμαρο, είτε αφιερωματικές, είτε σχετιζόμενες με τον εορτασμό των λεγόμενων «Πτωϊων». Ένα ωραίο δείγμα είναι η ακόλουθη μαρμάρινη τετράγωνη επιγραφή (0,63 Χ 0,62 μ.) του 1ου π.α.χ.χ. αιώνα που βρέθηκε τον Μάϊο του 1885:
«Αισχριώνδου του Πραξίλλους αγωνοθετούντος των πενταετήρων Πτωϊων, επί ιερέως του Απόλλωνος Καφισίωνος του Καφισίωνος, προφητεύοντος Νικομάχου του Θεομνήστου, οίδε ενίκων: Σαλπιστής, Θεογένης Θεογένους Εφέσιος, Κήρυξ, Πόπλιος Ατάνιος Ποπλίου Σικυώνιος, Ραψωδός, Αγάθων Δαμά Θεσπιεύς, Επών Ποιητής, Χρύσιππος Αρίστωνος Ακραιφιεύς, Αυλητής, Γάϊος Ιούλιος Γαϊου Θεσπιεύς, Κιθαριστής, Σωσικλής Χαρικλέους Θεσπιεύς, Κιθαρωδός, Απολλώνιος Σίλωνος Αθηναίος.
Αγαθήι Τύχηι.
Έδοξε τοις τε άρχουσι και τοις συνέδροις επειδή Αισχριώνδας Πραξίλλους ανήρ αγαθός υπάρχων τήι των προγόνων αρετήι και μεγαλοψυχίαι κατηκολούθηκεν επιδεξάμενος μεν προθύμως την των πενταετήρων Πτωϊων αγωνοθεσίαν, εκτενώς δε και λαμπρώς και τοις θεοίς τας θυσίας και τοις πολίταις τας ευωχίας παρέσχηται, δίκαιον δε εστίν τυνχάνειν αυτόν επί τούτοις ευχαριστίας της προσηκούσης.
Δεδογμένον είναι τοις τε άρχουσι και τοις συνέδροις τας μεν ολοσχερώς τιμάς ψηφίσασθαι αυτώι, τελεσθέντος του αγώνος εν τώι καθήκοντι καιρώι, επί δε του παρόντος στεφανώσαι αυτόν εν τώι θεάτρωι εν τήι λεγομένηι του αγωνοθέτου ημέραι χρυσώι στεφάνωι από διναρίων εκατόν και αναγορεύσαι την υπογεγραμμένην ανάκλησιν, η πόλις Ακραιφιέων στεφανοί Αισχριώνδαν Πραξίλλους τον αγωνοθέτην αρετής ένεκεν και καλοκαγαθίας της εις αυτήν».
Στον χώρο του Ιερού, που ήταν αναπτυγμένο σε τρία διαφορετικά επίπεδα, ετιμάτο επίσης, όπως και στην διάταξη του Δελφικού Μαντείου, η Θεά Αθηνά «Προναία», προς τιμήν της οποίας έστεκε, ανατολικά του Ναού του Απόλλωνος, ένας μικρός δικός της Ναός διαστάσεων 4,30 Χ 6, 70, υπό κλίμακα αντίγραφο εκείνου της «Προναίας» Αθηνάς στους Δελφούς.
Στην συνέχεια υπήρχε το θέατρο, όπου τελούντο κάθε 5 χρόνια οι πανελλήνιας εμβέλειας εορτές των «Πτωϊων», μπροστά από την ανατολική πλευρά του Ναού του Απόλλωνος, ενώ δυτικότερα από τον Ναό υπήρχαν κτιριακές εγκαταστάσεις για την διαμονή των Ακραιφιέων αρχόντων, των ιερέων, των αντιπροσώπων των διαφόρων πόλεων των βοιωτικών πόλεων και των θεωρών, καθώς και λουτρά για την κάθαρσή των τελευταίων προτού απευθυνθούν στον Θεό.
Η τροφοδοσία των λουτρών γινόταν από μία στενόμακρη δεξαμενή ύδατος, κτισμένη ισοδομικά με πέτρες και χωρισμένη σε 7 διαμερίσματα, όλα τους στεγανοποιημένα με ειδικό κονίαμα.
Από τον 3ο π.α.χ.χ. αιώνα, το Ιερό και Μαντείο του Θεού «Πτώου» Απόλλωνος προστατευόταν, όπως ακριβώς και το Δελφικό, με απόφαση της λεγόμενης «Δελφικής Αμφικτιονίας». Από επιγραφή που βρέθηκε, γνωρίζουμε ότι αυτό λειτουργούσε υπό την προστασία του «Κοινού των Βοιωτών» και το καθεστώς της ασυλίας του είχε αναγγελθεί σε όλη την Ελλάδα με φροντίδα των «ιερομνημόνων» των Δελφών. Λίγο πριν τους αγώνες των «Πτωϊων» και για έναν μήνα κηρυσσόταν από τους ιερείς και από τον αγωνοθέτη κατάσταση αναγκαστικής ειρήνης, η «ιερά εκεχειρία», με αρχή την 15η του τοπικού μηνός Ιπποδρομίου, που υπολογίζεται στον σημερινό Ιούλιο.
Τα «Πτώϊα» περιελάμβαναν και αγώνες όχι αθλητικούς αλλά πνευματικού χαρακτήρα. Από την επιγραφή που προαναφέραμε γνωρίζουμε ότι οι συμμετέχοντες διαγωνίζονταν για την ανάδειξη του καλύτερου Σαλπιστή, Κήρυκος, Ραψωδού, Ποιητή Επών, Αυλητή, Κιθαριστή και Κιθαρωδού. Των αγώνων προηγείτο η επίσημη θυσία, με συμμετοχή όλων των αντιπροσώπων των βοιωτικών πόλεων, οι δε νικητές στεφανώνονταν δίπλα στην θυμέλη του θεάτρου, εξ ου και οι αγώνες των «Πτωϊων» ονομάζονταν «στεφανίται θυμελικοί». Οι εορτές έκλειναν με μουσική, χορούς, δείπνα και ανταλλαγές δώρων.
Στα τέλη του 1ου μ.α.χ.χ. αιώνα τα «Πτώϊα» αύξησαν την λαμπρότητά τους, μετονομάστηκαν σε «Μεγάλα Πτώϊα και Καισάρεια» και γνώρισαν την μεγαλύτερη αίγλη τους επί αγωνοθέτου Επαμεινώνδου Επαμεινώνδου, εύπορου πολίτη του Ακραιφίου, που μάλιστα είχε κολακεύσει τον αυτοκράτορα Νέρωνα ως «νέο ήλιο για τους Έλληνες» μετά την από τον τελευταίο γνωστή χορήγηση αυτονομίας στην Ελλάδα από τον Ισθμό (την οποία ακύρωσε αργότερα ο Βεσπασιανός) και του είχε στήσει ανδριάντα στο Ιερό.
Το πότε ακριβώς καταστράφηκε το Ιερό και Μαντείο του «Πτώου» Απόλλωνος, μάς είναι άγνωστο, πάντως στα χρόνια που έζησε ο Ηρώδης ο Αττικός (μέσα του 2ου αιώνα) διατηρούσε ακόμα το μεγαλείο στο οποίο το έφεραν ο αγωνοθέτης Επαμεινώνδας και η σύζυγός του Νωτία. Προφανώς καταστράφηκε με την επικράτηση και στην Ελλάδα του Χριστιανισμού και τις συνακόλουθες καταστροφές τον 5ο αιώνα. Στα τέλη πάντως της πρώτης χιλιετίας της δικής τους χρονολόγησης, οι χριστιανοί ίδρυσαν σε απόσταση ενός χιλιομέτρου και ψηλότερα (σε υψόμετρο 566 μ.) το μοναστήρι του «Γενεθλίου της Θεοτόκου» ή της «Οσίας Πελαγίας». Για την ανέγερσή του χρησιμοποίησαν και τα κομματιασμένα υλικά του τότε ήδη κατεστραμμένου απολλώνιου Ιερού.
Βλάσης Γ. Ρασσιάς
(Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Διιπετές», τεύχος 72, Θερινό Ηλιοστάσιο του «2010»)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου