₪₪₪₪₪₪₪₪₪₪₪₪₪₪₪₪₪₪₪₪₪ЭЄ₪₪₪₪₪₪₪₪₪₪₪₪₪₪₪₪₪₪₪₪₪

H Ιερά Εξέταση του Γρηγορίου Ε’

H Ιερά Εξέταση του Γρηγορίου Ε’
Λογοκρισία, κάψιμο βιβλίων, αφορισμοί και διώξεις διαφωτιστών λίγο πριν την Επανάσταση ήταν πολιτική του Πατριαρχείου στα θέματα της παραγωγής και της διακίνησης του βιβλίου κατά τους προ-επαναστατικούς χρόνους και εκφράστηκε με ένα μεγαλεπήβολο σχέδιο και με συγκεκριμένα μέτρα, που εφαρμόστηκαν.

Το σχέδιο διατυπώθηκε στην «Απανταχούσα», που δημοσιεύτηκε το καλοκαίρι του 1820, για να εξαγγείλει την ανακοίνωση -δήθεν- του Πατριαρχικού Τυπογραφείου, άλλα στην πραγματικότητα στόχευε κάθε νέα έκδοση να γίνεται εκεί, ώστε να ελέγχεται πλήρως ή πνευματική κίνηση. Τα μέτρα μορφοποιήθηκαν με την επιβολή λογοκρισίας στα βιβλία που κυκλοφορούσαν στην Κωνσταντινούπολη, με δημόσιο κάψιμο ορισμένων από αυτά άλλα και με αφορισμούς και διώξεις των διαφωτιστών.
Η σκλήρυνση της πολιτικής τής Εκκλησίας απέναντι στους διαφωτιστές είχε αποτυπωθεί με χαρακτηριστικό τρόπο στην πατριαρχική έγκυκλιο του Μαρτίου 1819, η οποία ήταν ενάντια στη διδασκαλία των Επιστημών, στα Μαθηματικά και στη συνήθεια να βαπτίζωνται τα παιδιά με αρχαιοελληνικά ονόματα. Το κείμενο αυτό, ένα από τα πρώτα που υπέγραψε ο Γρηγόριος Ε’ στην τρίτη πατριαρχία του, παρέσχε το θεοκρατικό πλαίσιο και αποτέλεσε το σημείο εκκίνησης για τις ενέργειες, που οργανώθηκαν ν εναντίον των νεωτεριστών τα επόμενα έως την Επανάσταση χρόνια. Η «Απανταχούσα», που κυκλοφόρησε με μορφή φυλλαδίου, ήταν ένα φαινομενικά αντιφατικό κείμενο. Αποτελούσε την έκφραση της νέας αντίληψης, που διαμορφώθηκε στους εκκλησιαστικούς κύκλους αναφορικά με τα θέματα τής παιδείας: προσαρμογή στις νέες πραγματικότητες και αυστηρός έλεγχος τους.
Τα στοιχεία ακριβώς του έλεγχου της πνευματικής ζωής, όπως διατυπώνονταν στην «Απανταχούσα», ήταν εκείνα πού προκάλεσαν την προσοχή και τις αντιδράσεις των φιλελεύθερων διανοουμένων. Οι αυταρχικές αντιλήψεις για τις αρχές που πρέπει να διέπουν την καλή λειτουργία τής τυπογραφίας («ή κλεις της τυπογραφίας ευρίσκεται εν χερσι βασιλέως»), συνδυάζονταν με πολύ σαφείς προδιαγραφές για τα κείμενα. Μια παράγραφος της «Απανταχούσας» έδειχνε εύγλωττα στους σύγχρονους, ποια ήταν τα όρια, μέσα στα όποια μπορούσε να κινηθεί η «Τυπογραφία του Γένους»:


«Ζήτω ό Γαληνότατος καϊ Κραταιότατος ημών ΑΝΑΞ, η Κορωνϊς των προκατόχων αυτού Μεγάλων Βασιλέων ό ακριβής φύλαξ της Δικαιοσύνης και Επιείκειας- ο ευσπλαχνικωτατος και ηρωικότατος ΣΟΥΛΤΑΝ ΜΑΧΜΟΥΤ Β’. Εΐη το κράτος αυτού διαιώνιζαν καϊ θριαμβευον κατά πάντων των εναντίων»
Κάποιες άλλες διατυπώσεις έδειχναν, ποιους ανάμεσα στους Έλληνες διανοούμενους θεωρούσε ο συντάκτης της «Απανταχούσας» αντιπάλους της κατευθυνόμενης από την Εκκλησία προσπάθειας. Παράλληλα με όλα αυτά υπήρχε στην «Απανταχούσα» η αποτύπωση ενός ευρύτερου σχεδίου: Να συγκεντρώνεται στο ανακαινισμένο πατριαρχικό τυπογραφείο ή παραγωγή του συνόλου των βιβλίων, που εκδίδονταν από τους Έλληνες συγγραφείς και μεταφραστές. Τα σχετικά επιχειρήματα ήταν διατυπωμένα με τρόπο, που φανέρωνε δήθεν πατριωτισμό και φροντίδα για τη δόξα του Γένους.
Οι οπαδοί του Διαφωτισμού, που είχαν πολλούς λόγους να δυσπιστούν απέναντι σε πρωτοβουλίες αυτού του είδους, απάντησαν αμέσως, ότι τυπογραφεία υπάρχουν πια και στη Χίο και στις Κυδωνιές (Αϊβαλί) και ότι πίσω από την πρόσκληση της «Απανταχούσας» κρυβόταν ή πρόθεση να συγκεντρωθούν οι τυπογραφικές δραστηριότητες στην Κωνσταντινούπολη, για να μπορούν να λογοκρίνονται ευκολότερα.
Οι αντιδράσεις στο κείμενο και στα σχέδια της «Απανταχούσας» προήλθαν κυρίως από τους Κοραϊκοΰς κύκλους και υπήρξαν εξαιρετικά έντονες. Σχολιάστηκε ειρωνικά από τους εκδότες τού «Λόγιου Έρμη» τον Αύγουστο του 1820. Λίγους μήνες αργότερα το περιοδικό «Μέλισσα» αναδημοσίευσε ολόκληρη την «Απανταχούσα» και την στηλίτευσε με δριμύτητα σχεδόν φράση προς φράση, ειδικά για την «τρομακτικών απεραντολογία» και «την ηλιθίαν και δουλικώτατην υποταγή», που χαρακτηρίζουν τον συγγραφέα τού φυλλαδίου.
Βιβλία στις φλόγες στην αυλή του Πατριαρχείου

Το Πατριαρχείο όμως δεν σταμάτησε εκεί, άλλα προχώρησε και σε επιβολή λογοκρισίας στα βιβλία. Η αρχή είχε γίνει με την έκδοση την άνοιξη ή το καλοκαίρι του 1820 «πατριαρχικής προσταγής» προς τους βιβλιοπώλες της Κωνσταντινούπολης «να μην πωλούν κανέν βιβλίον», αν δεν είχε πρώτα υποβληθεί σε εκκλησιαστικό έλεγχο. Υπεύθυνος για την λογοκρισία ήταν ο ηγούμενος Ιλαρίων και τον είχε ορίσει ο Γρηγόριος Ε σε αυτή την θέση. Στην προσταγή αυτή αναφέρθηκε κι ο Κωνσταντίνος Κούμας γράφοντας: «Τα βιβλία εξωτερικά και εσωτερικά υπεβλήθησαν εις αύστηρόν λογοκριτήν μέ δικτατορική ισχύ εις τον πρώην σιναΐτην Ίλαρίωνα, ειδήμονα τής Ελληνικής Γλώσσης, επιθυμούντα νά άρχιερατεύση.»
Ο Ίλαρίων πήγαινε από βιβλιοπωλείο σε βιβλιοπωλείο για να δει μπας και ήρθε κάποιο νέο βιβλίο και άμα δεν συμφωνούσε το παράδιδε στην πυρά.
Σε ανώνυμο μαχητικό φυλλαδίο με τίτλο “Οι στόχασμοι του Κρίτωνος” ανάφερε το 1819 ότι “Ή Ιερά δεσποτεία των νόμων, οι οποίοι, όντες κανόνες συμφωνημένοι από όλους δια τα δίκαια όλων, προστατεύουν με ισότητα όλους” (έκδοση Δ.Σ Γκίνη Σελ 17).
Όπου το ιερατίον επικρατεί, αντί να τρέξη η ευδαιμονία”, “αργοπορεί, περιορίζεται ή και απομακρύνεται.… όπου οι έντοπιοι έχουν αρκετήν γνώσιν δια να περιορίσουν τον αρχιερεά εις τα Εκκλησίας και των ευλογιών και να πάρουν αυτοί την διεύθυνσιν των κοινών εκει διαφαίνεται ή δικαιοσύνη ή φιλανθρωπία….. και ο αρχιερεύς αντί να σύρη, σύρεται από το κοινόν πνεύμα. (έκδοση Δ.Σ Γκίνη Σελ 149)
Η αντίδραση στην Κωνσταντινούπολη ήταν άμεση και το βιβλίο παραδόθηκε στις φλόγες «δημοσίως», «μέσα εις την αυλήν τού Πατριαρχείου», κατ’ εντολή του Γρηγορίου Ε’ (επιστολή Στ. Κανέλλου στον Κ. Iken, 4 Φεβρουαρίου 1822). Το γεγονός είναι επίσης καταγραμμένο του επιστολή τοϋ Π. Κορδικά (20 Νοεμβρίου 1820), ό όποιος έγραφε: «Εις την Κωνσταντινούπολη εκαυσαν δημοσίως μίαν νεωστί έκδοθείσαν φυλλάδα. Δεν γνωρίζω το σύγγραμμα, ούτε ηξεύρω ποίος είναι ό συγγραφεύς. Συμπεραίνω όμως, ότι είναι φιλοσοφικόν.….» (Φ. Κ. Μπουμπουλίδη, Ανέκδοτοι Επιστολαϊ του Παν. Κοδρικά, σελ. 87.)
Αφορισμοί Ελλήνων, που εξέδιδαν φιλελεύθερα συγγράμματα

Από τον Ιωάννη Φιλήμονα γνωρίζουμε, ότι γύρω στα 1820, παραμονές της Επανάστασης υπήρξαν επώνυμοι αφορισμοί από τον πατριάρχη Ελλήνων, πού είχαν δημοσιεύσε φιλελεύθερα συγγράμματα. Ό Ιωάννης Φιλήμων ήταν καλά πληροφορημένος για τα πράγματα της προεπαναστατικής Κωνσταντινούπολης, δεδομένου ότι εργαζόταν εκείνη την εποχή στο Πατριαρχικό Τυπογραφείο (περ. «Πανδίόρα», τ. ΙΘ’, 1867, σελ.Μαζαρακη, Αίνιάνος, «Τα Ελληνικά Τυπογραφεία του Αγώνος 1821-1827», Αθήνα 1970 και Δ. Ειρηνίδη, «Όμιλίαι περί τοΰ έφευρέτου της τυπογραφικής τέχνης Ι. Γουτεμβέργιου», Αθήνα, 1876, σελ. 22 213,1.Κ.).



Η φήμη ότι το Πατριαρχείο σχεδίαζε το ενδεχόμενο να οργάνωσει την φυσική εξόντωση εκπροσώπων του Διαφωτισμού στις τουρκοκρατούμενες περιοχές είχε κυκλοφορήσει αρκετά στα 1820-1821, μία τουλάχιστον φορά είχε φτάσει ως την έντυπη δημοσιότητα. Στον τρίτο τόμο της «Μέλισσας» (σελ. 274-275, 1821) καταχωρίσθηκε επιστολή της 25ης Αύγουστου 1820- έκεΐ, μιλώντας γιά τον Ίλαρίωνα, ό επιστολογράφος σημείωνε «το προς τον σοφόν γέροντα και τους φίλους αυτόν άσπονδον μίσος του. Πιστεύεις, φίλε, οτι παρακινεί τον Π. να συνεργήση δια να έξοδευθωσι τοΰ κοινοϋ αρκετά γρόσια, δια να κατατρεχθώσι, καί, ει δυνατόν, να φ…θώσιν οί φροντίζοντες την έπανόρθωσιν της πατρίδος;». Σοφός γέρος ήταν βεβαια ό Κοραής, Π. ό Πατριάρχης Γρηγόριος Ε’ και τά άποσιωπητικά τοΰ «φ>…θώσιν» δεν ήταν αρκετά, γιά νά καλύψουν το ρήμα και το νόημα: «Να φονενθώσιν οί φροντίζοντες την έπανόρθωσιν της πατρίδος.»

Να προσθέσουμε ακόμα μια μαρτυρία από τον Κοραή. Ό Κοραής παρακολουθούσε με μεγάλη ανησυχία τις ενέργειες πού υποκινούσε ό μητροπολίτης της Χίου καί ό πατριάρχης Γρηγόριος Ε’, προκειμένου το Γυμνάσιο της Χίου και ό διευθυντής του Νεόφυτος Βάμβας να σιωπήσουν. Πολλούς μήνες μετά την Επανάσταση, στις 21 Δεκεμβρίου 1821, πληροφορούσε τον φίλο του Ιάκωβο Ρώτα: «Έμαθες ίσως ότι ό Βάμβας ζηελπίδα-ολίγον έλειψε, φίλε μου, νά τοϋ σήκωση τη ζωην ό κατιμερτζης (η λέξη τοϋ κατιμερτζης αφορά στον Γρηγόριο Ε’), του οποίον ίσως την ώραν ταύτην να ασπάζονται τα λείψανα και έπικαλοϋνταιπρεσβείαν οί Όδησσινοί. Ώ τον ήλίθίον τόν Σουλτάνον τους φίλους τον σφάζει, άντι νά τους φορέση καντόνι! παρά πάσαν την ». (Λ. Κοραής. ¶λληλογοαφία, τ.Δ’, σελ. 320)

Η φημολογία για την οργάνωση δολοφονιών θα πρέπει να συνδυαστεί με τα όσα κυκλοφορούσαν την εποχή εκείνη για τήν κατάδοση νεωτεριστών στις τουρκικές Αρχές. Ό Πίκκολος έγραψε, πώς ό Ίλαρίων απείλησε, ότι θα τον πρόδιδε στους Τούρκους. Τον ίδιο χρόνο ό Γάλλος ύποπρόξενος στη Σμύρνη ανέφερε στην κυβέρνηση του, ότι ό Κ. Οικονόμος είχε κινδυνεύει να χάσει τη ζωή του, όταν ό μητροπολίτης Σμύρνης ¶νθιμος τον κατήγγειλε στις τουρκικές Αρχές, ότι διδάσκει στο σχολείο του, στο Φιλολογικό Γυμνάσιο, τσ μέσα για την αποτίναξη του τούρκικου ζυγού.

Είναι πολύ χαρακτηριστικό για την κατάσταση της εποχής, ότι ένα τμήμα τής ελληνικής κοινωνίας διέβλεπε, ότι το Πατριαρχείο σχεδίαζε να προχώρηση στην φυσική εξόντωση ή στην κατάδοση των αντιπάλων του, άφου δέν μπόρεσε νά τους εξουδετέρωση με άλλο τρόπο.



[Για τις εχθρικές ενέργειες τουΠατριαρχείου κατά τής Εθνικής Επανάστασης βλ. «Δ», τ. 135, 195, 207, 209, 219, 243, 247, 255, 264, 267, 274, 278, 285, 289, 292, 296, 297, 300.]



ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

? Κ. Δημαρά, «Νεοελληνικός Διαφωτισμός», «Έρμης», Αθήνα 2002.

? Κ. Λάππα, «Πατριαρχική συνοδός “Περί καθαιρέσεοος τών φιλοσοφικών μαθημάτων” τον Μάρτιο τοϋ 1821», «Μνήμων», Αθήνα 1987.

? Φ. Ήλιου, «Κοινωνικοί, αγώνες κα’ι Διαφωτισμός», «Μνήμων», Αθήνα 1981.

? Φ. Ήλιου, «Τυφλωσον, Κύριε, τον λαόν σου», «Πορεία», Αθήνα 1988.

? Γ. Κορδάτου, «Ή κοινωνική σημασία τής Ελληνικής Επαναστάσεως τοϋ 1821», «Επικαιρότητα», Αθήνα 1983.

? Γ. Κορδάτου, «Μεγάλη Ιστορία τής Ελλάδας», τόμοι IX και Χ, «20δς Αιώνας», Αθήνα.

? Κ. Σάθα, «Τουρκοκρατούμενη Ελλάδα», Τόμος 4ος, «Νέα Σύνορα». Αθήνο 1995.



■Δίαυλος: Γιάννης Λαζάρης

Δεν υπάρχουν σχόλια: