Οι πολυάριθμες ποικιλίες που παρουσιάζονται στο ελληνικό αλβάφητο, ποικιλίες που έχουμε στη διάθεσή μας από την μελέτη της επιγραφικής, μπορούν να χωρισθούν σε δύο θεμελιώδεις τύπους:
Τον ανατολικό ή ιωνικό (ο τύπος αυτός κυριαρχεί σε Μικρά Ασία, Μέγαρα Κόρινθο και Άργος) και τον δυτικό ή χαλκιδικό (ο τύπος αυτός κυριαρχεί στην Πελοπόννησο -εκτός από την Κόρινθο και το Άργος- και στις ελληνικές αποικίες της Ιταλίας και της Σικελίας.
Το αρχαιότατο αλφάβητο περιείχε 21 ΚΕΦΑΛΑΙΑ γράμματα, παρέμεινε δε κεφαλαιογράμματο μέχρι την καταστροφή του Ελληνικού Πολιτισμού από τους Βυζαντινούς. Το χαλκιδικό αλφάβητο δεν είχε Ξ και έδινε στο Λ το σχήμα L. Στην αρχαϊκή εποχή τα γράμματα Υ ή V και Φ προσετέθησαν σε όλα τα ελληνικά αλφάβητα με τους ίδιους για κάθε ένα φθόγγους. Αλλά αργότερα τα ιωνικά αλφάβητα εδέχθησαν τα σημεία Χ και Ψ (έως τότε φς) με τους φθόγγους χι και ψι και τα ετοποθέτησαν μετά το Φ, την εποχή κατά την οποία τα χαλκιδικά αλφάβητα εδέχοντο το Χ με τον φθόγγο του χι μετά το Φ.
Το ιωνικό αλφάβητο υπέστη και άλλες ακόμη μεταβολές, οι οποίες οφείλονταν πιθανώς στις τροποποιήσεις της καθομιλουμένης γλώσσας. Έτσι, τα σημεία F (β) και Q (κ τραχύ) περιέπεσαν σε μη χρησιμότητα, το δε Η, το οποίο κατ' αρχάς υποδήλωνε την δασεία, έγινε το σημείο του μακρού και ανοικτού Ε (η) και δημιουργήθηκε το σημείο Ω - τροποποίηση του Ο- για να διακρίνεται ο φθόγγος του μακρού και ανοικτού Ο από τον φθόγγο του βραχέως και κλειστού Ο. Οι διάφορες αυτές μεταβολές φαίνεται ότι πραγματοποιήθησαν κατά τον 5ο αιώνα πριν την σημερινή χρονολόγηση.
Εν περιλήψει τα δύο αλφάβητα - τύποι για τα οποία ομιλούμε, είναι τα ακόλουθα:
Ιωνικό αλφάβητο: Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Χαλκιδικό αλφάβητο: Α Β Γ Δ Ε F Ζ Η (= h ) Θ Ι Κ L Μ Ν Ο Π Q Ρ Σ Τ Υ Χ (=ξι) Φ Ψ (=χι)
Το αρχαίο αλφάβητο, το οποίο εχρησιμοποιείτο στην Αθήνα προ του 403 πριν την αρχή της σημερινής χρονολογήσεως, διαφέρει σε μερικές λεπτομέρειες από το ιωνικό αλφάβητο. Αντί για Ξ, Ψ στην Αθήνα έγραφαν ΧΣ, ΦΣ και δεν μετεχειρίζοντο το F. Το Η εδήλωνε την δασεία και το Ε εχρησίμευε εξ ίσου ως σημείο για το Ε, ΕΙ, Η καθώς και το Ο για το Ο, ΟΥ, Ω. Επί άρχοντος Ευκλείδου, το έτος 403, το ιωνικό αλφάβητο μπήκε επισήμως στην Αθήνα και εχρησίμευσε έκτοτε αποκλειστικώς για την σύνταξη των δημοσίων εγγράφων.
Αντιγραφή φιλολογικών κειμένων
Επειδή τα ποιήματα του Ομήρου και του Πινδάρου, για να αναφερθούμε μόνον σε αυτά, εγράφησαν κατ' αρχάς σε αλφάβητα τα οποία διέφεραν από το ιωνικό, υπάρχει η παραδοχή ότι κατά την αντιγραφή τους, συμφώνως με την νέα μέθοδο, θα εδημιουργήθησαν πάρα πολλές αλλοιώσεις. Έτσι το γράμμα F (δίγαμμα) εξαφανίσθηκε από τα Ομηρικά ποιήματα και η απάλειψη του γράμματος αυτού, το οποίο έδημιούργησε πολλές χασμωδίες, ανάγκασε τους αρχαίους εκδότες να τροποποιούν πολλές φορές το κείμενο για να αποφεύγουν τα φανερά λάθη, τα οποία δεν μπορούσαν πλέον να δικαιολογούν.
Ας υποθέσουμε λ.χ. έναν στίχο (Ιλιάς Ι, 73) ο οποίος ετελείωνε με τις λέξεις: πολέσιν δε Fανάσσεις.
Το δίγαμμα φεύγει, μένει δε στο ιωνικό αλφάβητο: πολέσιν δε ανάσσεις. Αλλά τότε υπάρχει χασμωδία και το δε θα έπρεπε να υποστεί έκθλιψη προ του ανάσσεις. Τι έπραξαν οι εκδότες του Ομήρου κατά την αλεξανδρινή εποχή; Εδέχθησαν μία από τις δύο διορθώσεις, πολέεσσι δ' ανάσσεις και πολέσιν γαρ ανάσσεις οι οποίες είναι προφανώς αλλοιώσεις του κειμένου, οι οποίες έγιναν για να καλυφθεί η απάλειψη της χασμωδίας.
Κυρτή γραφή
Για πολύ χρόνο τα γραφόμενα ελληνικά γράμματα, τα ονομαζόμενα unciales litterae, έμοιαζαν με τα κύρια ή κεφαλαία γράμματα των λιθογραφικών κειμένων, με την διαφορά, ότι τα πρώτα γίνονταν καμμία φορά σχήματα στρογγυλά: το C αντί του Σ το ε αντί του Ε το ω αντί του Ω. Η συνήθεια της ταχυγραφίας στην πράξη από τους διάφορους αντιγραφείς εδημιούργησε την κυρτή λεγομένη γραφή, της οποίας οι χαρακτήρες είναι ανάλογοι προς τα σημερινά μικρά ψηφία που ουδεμία σχέση έχουν με την αρχική συμβολιστική της Ελληνικής (η οποία από πολλούς ερευνητές θεωρείται γλώσσα ιερατική). Από τον 9ο αιώνα της μεταχριστιανικής χρονολογήσεως, τα κεφαλαία καταργούνται εντελώς στα χειρόγραφα των χριστιανών αντιγραφέων, προφανώς σε μία προσπάθεια της Εκκλησίας να καταστραφεί αυτή ακριβώς η «ειδωλολατρική» υπόσταση της Ελληνικής γλώσσας.
Τα χειρόγραφα με κεφαλαία γράμματα παρουσιάζουν ήδη από πολύ νωρίς μετά την πτώση του Ελληνικού εθνισμού, άτεχνες περικοπές, δηλαδή σειρές γραμμάτων χαραγμένων με μονοκονδυλιά, με αρκετές μάλιστα συντμήσεις. Οι συντμήσεις ή οι βραχυγραφίες αυτές, σημείο της βυζαντινής ευτελείας, είναι συχνότατες στα γραμμένα με κυρτή γραφή χειρόγραφα και δυστυχώς αναδημοσιεύθησαν από τους πρώτους εκδότες των ελληνικών κειμένων μέσω τυπογραφικών στοιχείων. Η μελέτη των άτεχνων αυτών περικοπών, οι οποίες ήσαν ποικίλες, ανάλογα με την εποχή και την σχολή της καλλιγραφίας, επιτρέπει πάντως πολλές φορές να προσδιορισθεί η χρονολογία και η προέλευση ενός χειρογράφου.
Τόνοι και στίξη
Η δασεία, δηλωνόταν με το αριστερό ήμισυ του γράμματος Η.
Αυτό ήταν φαίνεται συνήθεια που προερχόταν από την Μεγάλη Ελλάδα, από τις πόλεις Ηράκλεια και Τάραντα. Οι γραμματικοί της Αλεξανδρείας παρέλαβαν αυτό το σημείο και το απέναντί του (δεξιό ήμισυ του Η) και δημιουργήθηκε η δασεία και η ψιλή των σημερινών κειμένων.
Ο τονισμός αποδίδεται στον Αριστοφάνη τον Βυζάντιο, περίφημο Αλεξανδρινό γραμματικό, ο οποίος έζησε γύρω στο 260 πριν την αρχή της σημερινής χρονολογήσεως και είχε σκοπό να διευκολύνει την ανάγνωση των ομηρικών κειμένων από τους βαρβάρους που δεν εγνώριζαν την Ελληνική προσωδία. Η βαρεία εδήλωνε τον μεσαίο ήχο, η οξεία τον οξύτερο και η περισπωμένη και τους δύο και τον οξύτερο και τον βαρύτερο γι αυτό λεγόταν και οξυβάρεια. Κατ' αρχάς κάθε συλλαβή είχε και τον ανάλογο τόνο, αλλά μετά από λίγο περιωρίσθησαν σε έναν και μόνο σε κάθε μία λέξη, παραλείποντας έτσι τον προσδιορισμό των μέσων ήχων. Στον Αριστοφάνη τον Βυζάντιο, αποδίδεται επίσης και εφεύρεση των στιγμών (τελειών), αν και σημεία χωρισμού των λέξεων ευρίσκονται περιοδικώς ήδη και στην αρχαιότερες ελληνικές επιγραφές.
Τα πριν από τον 7ο αιώνα μετά την αρχή της σημερινής χρονολογήσεως, χειρόγραφα, σπανίως προσδιορίζουν τα πνεύματα και τους τόνους. Γενικώς τα προγενέστερα της χρονολογίας αυτής είναι γραμμένα με συνεχή κεφαλαία, και οι λέξεις δεν είναι χωρισμένες η μία από την άλλη παρά μόνο στο τέλος της παραγράφου. Όλες σχεδόν οι σημερινές μέθοδοι, οι οποίες χρησιμοποιούνται για την ευκολώτερη ανάγνωση ενός κειμένου ήσαν άγνωστες στους πραγματικούς Έλληνες.
Αριθμητικά στοιχεία
Η χρήση των γραμμάτων του αλφαβήτου ως αριθμητικών σημείων από το 1 έως το 24, χρήση που στις ημέρες μας γίνεται κατά κόρον από διάφορους εσωτεριστές που θέλουν να κατοχυρώσουν μέσω των αρχαίων Ελλήνων τις αυθαιρεσίες τους (λ.χ. αριθμολογία κ.λ.π.), ήταν επίσης παντελώς άγνωστη την αποχή που έζησε ο Πυθαγόρας, και συναντάται απλώς κάποιες ελάχιστες φορές από τον 4ο αιώνα πριν την αρχή της σημερινής χρονολογήσεως κι εντεύθεν, οι δε γραμματικοί της Αλεξανδρείας ήσαν εκείνοι που υιοθέτησαν επισήμως το σύστημα αυτό, όταν χώρισαν την Ιλιάδα και την Οδύσσεια σε είκοσι τέσσαρες ραψωδίες.
Από το έτος 250 πριν την αρχή της χριστιανικής χρονολογήσεως η αρίθμηση αυτή υπάρχει στα νομίσματα της Αλεξανδρείας και της Τύρου, ακολούθως δε σε κάθε είδους έγγραφα. Σημειωτέον ότι το αλφάβητο που χρησίμευε στην αρίθμηση, έχει τα σημεία F (=6) και Q (=90), τα οποία έλειπαν από το ιωνικό αλφάβητο, όπως επίσης και τα ιωνικά γράμματα Χ, Ψ, Ω. Είναι λοιπόν πιθανόν ότι υπήρξε στη Βιβλιοθήκη της Αλεξανδρείας κάποιο αρχαίο βιβλίο, ο συγγραφέας του οποίου εγνώριζε πολύ καλά την αρχαία ιστορία των Ελληνικών αλφαβήτων. Επίσης προσετέθη ένα νέο σημείο, το σαμπί = 900 στο τέλος της σειράς.
Στις πραγματικά Ελληνικές επιγραφές των κλασικών χρόνων, ιδίως εκείνες της Αττικής, της Πελοποννήσου και της Μεγάλης Ελλάδος, υπάρχουν αριθμητικά σημεία εντελώς διαφορετικά. Οι αριθμοί από 1, 2, 3 και 4 παριστώνται με ισόποσες κάθετες γραμμές Ι, ΙΙ, ΙΙΙ, ΙΙΙΙ και το 5 με Π (σύντμηση του πέντε), ενώ το 10 με Δ (σύντμηση για το δέκα), το 100 με Η (= hεκατόν), το 1000 με Χ (=χίλιοι) και το 10.000 με Μ (=μύριοι). Για το 50 (δηλαδή δέκα φορές το πέντε) γίνεται χρήση του σημείου Π με εγγεγραμμένο το Δ, για δε το 500 μεταχειρίζονται το Π με εγγεγραμμένο το Η, δηλαδή εκατό φορές το πέντε.
Οι Έλληνες ιστορικοί, φιλόσοφοι, ποιητές και ρήτορες της αρχαϊκής και κλασικής εποχής χρησιμοποίησαν αυτά ακριβώς τα σύμβολα αριθμήσεως, το ίδιο φυσικά και ο Πυθαγόρας στη μνήμη του οποίου ασελγούν οι διάφοροι εσωτεριστές. Απλώς, οι αντιγραφείς από την αλεξανδρινή εποχή κι εντεύθεν μετέβαλαν περισσότερο από μία φορά τα χειρόγραφά τους κατά την αντιγραφή, ακολουθώντας το νεώτερο σύστημα και, εν αγνοία τους για τις αθλιότητες του μέλλοντος, ανοίγοντας τον δρόμο για την αυθαιρεσία και την ανιστορικότητα με την οποία βομβαρδιζόμαστε τόσο αγρίως από τους μαέστρους του ψεύδους και του ανορθολογισμού.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου