Τα παρακάτω αποσπάσματα (με τα πλάγια γράμματα) είναι παρμένα από δύο πολύ σημαντικά κείμενα του σπουδαίου καθηγητή Ιωάννη Κακριδή. Πρόκειται για το γνωστό βιβλίο του «Οι Αρχαίοι Έλληνες στην Νεοελληνική Λαϊκή Παράδοση» που εξακολουθεί να κάνει ιδιαίτερη αίσθηση και για ένα παλαιότερο άρθρο του με τίτλο «Αρχαίοι Έλληνες και Έλληνες του Εικοσιένα», το οποίο παρουσιάζει μια άγνωστη στους περισσότερους διάσταση της ιστορίας της εθνικής μας ονομασίας και, σε περαιτέρω ανάλυση, θίγει το ευαίσθητο ζήτημα της ίδιας μας της ταυτότητας.
Οι μυθικοί Έλληνες
Είναι γνωστό ότι κατά τη βυζαντινή εποχή το όνομα Έλληνες είχε πάρει αρνητικό περιεχόμενο καθώς συνδεόταν με την αρχαία θρησκεία. Οι ελληνόφωνοι χριστιανοί της ανατολικής ρωμαϊκής αυτοκρατορίας (γνωστής σήμερα ως βυζαντινής) αντί για Έλληνες ονομάζονταν Ρωμαίοι και σπανιότερα Γραικοί. Ενώ όμως η Εκκλησία έβλεπε πάντοτε τους παλαιούς Έλληνες σαν ειδωλολάτρες, η λαϊκή αντίληψη, μέσα στο βάθος του χρόνου, τους προσέδωσε νέες διαστάσεις και οι παραδόσεις για την εποχή τους και τα έργα τους τυλίχθηκαν με το πέπλο του μύθου.
Σύμφωνα με τον Ι. Κακριδή σε αυτό συνετέλεσαν το πλήθος των μνημείων και των ερειπίων που υπήρχαν διάσπαρτα σε όλο τον ελληνικό κόσμο σαν ανάμνηση από εκείνη τη μακρινή εποχή, οι παραδόσεις για τα κατορθώματά τους και αργότερα το ενδιαφέρον των ξένων περιηγητών για τα αρχαία μνημεία, που ερέθιζε τη λαϊκή φαντασία.
«Το παλιό όνομα των Ελλήνων κρατήθηκε, μα ό,τι λεγόταν για το παρουσιαστικό τους και τη ζωή τους, δεν είχε σχέση με την πραγματική ιστορία των αρχαίων Ελλήνων. Δεν ήταν ιστορία, ήταν μυθοπλαστία, γεμάτη φανταστικά θέματα».
Σε όλα τα μήκη και τα πλάτη του ελληνικού κόσμου, από την Ήπειρο και τη Μακεδονία ως την Κρήτη και την Κύπρο, εντοπίζονται οι ιστορίες για τους Ελλήνους ή Ελλένηδες ή Ελληνάδες και τις Ελλήνισσες και είναι αξιοσημείωτο το γεγονός ότι διατηρήθηκαν μέχρι και τις αρχές του 20ού αιώνα. Όλες αυτές οι διηγήσεις παρουσιάζουν τους Έλληνες σαν υπεράνθρωπους και γίγαντες και πολλές φορές τους αντιμετωπίζουν αρνητικά.
Να ορισμένες από αυτές:
«Μια γριά Αντριώτισσα που ήξερε παλιές ιστορίες έλεγε πως οι γενιές των ανθρώπων ήταν τέσσερις. Πρώτα έζησαν οι Δράκοι, έπειτα οι αλλόπιστοι Έλληνες, ύστερα οι Βενετσιάνοι και ύστερα οι Τούρκοι.» (Άνδρος, 19ος αι.)
«Όταν θέλουν να μιλήσουν για κάτι που έγινε σε πολύ παλιά χρόνια, χρησιμοποιούν την έκφραση "από τον καιρό των Ελλήνων"». (Σφακιά, 19ος αι.)
Από διάλογο ενός περιηγητή με μια γριά εκκλησιάρισσα στην Τσαριτσάνη Τυρνάβου (19ος αι.):
«Τι, φώναξε, εσύ δεν πιστεύεις για τους Έλληνες πως έζησαν; Μα ήταν γίγαντες, τόσο ψηλοί, που όταν έπεφταν, δε μπορούσαν πια να σηκωθούν, γι' αυτό και χάθηκαν». Καθώς δεν έδειχνα να την πιστεύω, η γριά συνέχισε: «Αυτοί οι Έλληνες ήταν πιο παλιοί από τον Αδάμ. Στα χρόνια εκείνα ζούσαν και άνθρωποι τόσο μικροί, που όταν έπεφταν μέσα στο φαγητό τους, την πάθαιναν σαν τις μύγες, όταν πέφτουν μέσα σε λίγο γάλα. Έτσι χάθηκαν και αυτοί. Είτε το πιστεύεις είτε όχι, μια φορά όλα τούτα που σού λέω τα βρίσκεις στο Ευαγγέλιο!»
«Στα χρόνια τα παλιά ζούσαν στα μέρη αυτά άλλης λογής άνθρωποι, οι Έλληνες. Αυτοί έχτισαν το κάστρο μας. Τις μεγάλες βαριές πέτρς που βλέπεις εκεί τις κουβαλούσαν με τα χέρια τους. Οι Έλληνες δεν έμοιαζαν με τους σημερινούς ανθρώπους. Ήταν ψηλοί σαν τα κυπαρίσσια». (Θεσπρωτία, 20ος αι.)
«Οι Έλληνες χαθήκαν όλοι όταν κάποτ' έπεσε πείνα μεγάλη στη γη. Τότε καθένας τους έπαιρνε λίγες τροφές και έμπαινε στον τάφο του, για να βρεθεί θαμμένος, όταν οι τροφές του θα τελείωναν και θα πέθαινε». (Σφακιά, 20ος αι.)
«Παλιόν καιρό οι-γι-αθρώποι ήταν πολύ μεγάλοι. Μεγαλύτεροι απ' όλους ήταν οι Ελλένηδες. Αυτοί ήταν κακοί αθρώποι. Γι' αυτό ο Θεός έστειλε κάτι κουνούπια μεγάλα με μύτες σιδερένιες και τους κυνήγαγαν». (Ήπειρος)
Ο Κακριδής επισημαίνει ότι στις περισσότερες από αυτές τις λαϊκές αφηγήσεις, δεν γίνεται λόγος για τους αρχαίους Έλληνες, αλλά για τους Έλληνες, δηλ. κάποιον άλλο λαό που έζησε στα πολύ παλιά χρόνια και δεν υπήρχε πια. Και προσθέτει:
«Ο λαός δε θεωρούσε τον εαυτό του Έλληνα, αφού στους Έλληνες έδινε υπερφυσικές δυνάμεις και τοποθετούσε την ακμή τους ακόμα και πριν τον Αδάμ. Και όταν όμως ο Κορνάρος, στον 17ο ακόμα αιώνα, ανοίγει την ιστορία του Ερωτόκριτου και της Αρετούσας με τους στίχους (Α, 19-20):
«Τσι περαζούμενους καιρούς που οι Έλληνες ορίζα
κι οπού δεν είχε η πίστη ντως θεμέλιο μηδέ ρίζα»
μας δηλώνει έμμεσα αλλά απαρεξήγητα, πως ούτε τον εαυτό του ούτε τους συγχρόνους του τούς λογάριαζε Έλληνες.»
Έλληνες και 1821
«Με αυτή τη μυθική πίστη για τους Έλληνες μπαίνει ο λαός στον Αγώνα. Και ξαφνικά, από την πρώτη κιόλας μέρα, ακούει πως και αυτός είναι Έλληνας. Τον βεβαιώνουν οι αρχηγοί του, το βροντοφωνάζει κάθε στιγμή ο Κολοκοτρώνης, οι ξένοι από τα πέρατα του κόσμου μιλούν για τη νεκρανάσταση των Ελλήνων. Ο ταπεινωμένος αιώνες τώρα ραγιάς είναι λοιπόν, ίδια φυλή και φύτρα με τους αντρειωμένους Έλληνες; Αυτός ο μυθικός κόσμος των αθάνατων Ελλήνων ήταν λοιπόν τόσο δικός του και δεν το ήξερε; Η ψυχή του απλού, ταπεινού αγωνιστή βρίσκει ξαφνικά ένα στήριγμα από τα πιο μεγάλα - έναν μύθο. Οι ιστορίες για τους Έλληνες που ξέρει και που του μιλούν για πηδήματα από βουνό σε βουνό, για παραβγέματα στο λιθάρι με μυλόπετρες, για αντραγαθίες υπεράνθρωπες -όλες αυτές δίνουν τώρα νόημα στο δικό του μεγάλο έργο, του δίνουν ένα ιδανικό παλικαριάς και αξιοσύνης, που πρέπει να αγωνιστεί να το φτάσει.»
«Τον αρχαίο ελληνικό κόσμο που ο κλέφτης του 1800 ούτε την ύπαρξή του υποπτευόταν, ο αγωνιστής του 1821 τον ήξερε, όπως και το βαθύ δέσιμο που ένωνε το σύγχρονο επαναστατημένο γένος με το γένος των Ελλήνων. Δεν μιλώ για τους φωτισμένους πνευματικούς και πολιτικούς αρχηγούς. Μιλώ για τον αμόρφωτο, ανώνυμο, ταπεινό λαό. Και αυτός ξέρει τώρα πως δεν είναι πια ούτε Ρωμιός, ούτε Γραικός. Είναι Έλληνας από την παλιά δοξασμένη φύτρα. Και κάτι άλλο: Διαβάζοντας τα κείμενα του Αγώνα βλέπουμε πως την εποχή εκείνη το όνομα Έλληνες χαρακτηρίζει μόνο τον επαναστατημένο λαό. Σαν να έχει αυτός μόνο δικαίωμα να κληρονομήσει ένα όνομα τόσο βαρύ από δόξα. Πριν, όσο έμενε ραγιάς, ήταν Ρωμιός και Γραικός, από τη στιγμή όμως που παίρνει το καριοφίλι στο χέρι, αλλάζει και γίνεται Έλληνας. Δεν είναι απλή σύμπτωση ότι ο Μακρυγιάννης στο πρώτο κεφάλαιο του έργου του, όταν αναφέρεται στα προεπαναστατικά χρόνια και στις παραμονές του Αγώνα, μιλά για Ρωμιούς και μόνο για Ρωμιούς, από το δεύτερο όμως κεφάλαιο και κάτω, όταν μπαίνει και ο ίδιος στον Αγώνα, μιλά για Έλληνες και μόνο για Έλληνες.»
Ο Κακριδής αναφέρει και άλλα σχετικά παραδείγματα που αποδεικνύουν ότι αρχικά Έλληνες (δηλ. Ήρωες) αποκαλούνταν μόνο όσοι σήκωσαν τα όπλα κατά των Τούρκων:
«Στις 4 Αυγούστου 1821 οι ομογενείς της Οδυσσού στέλνουν επιστολή στον Τσάρο για να βοηθήσει τους επαναστατημένους Ορθόδοξους Έλληνες. Οι ίδιοι όμως υπογράφουν «εν Οδησσώ σεσωσμένοι Γραικοί» Αυτοί που είναι έξω από τον Αγώνα δεν τολμούν να ειπωθούν Έλληνες!»
Γράμμα του Κολοκοτρώνη στον τούρκο Κεχαγιά μετά τη νικηφόρα μάχη στο Βαλτέτσι: «Μανθάνω ότι κάνεις προσκυνοχάρτια εις τους Ρωμαίους, Δεν είναι καιρός τώρα δια τους Τούρκους να δίνεις προσκυνοχάρτια, αλλά είναι των Ελλήνων καιρός να δίνουν εις τους Τούρκους.»
«Ένας παπάς από τα χωριά της Θήβας ήταν φίλος των Τούρκων πολύ αγαπημένος. Κι έκανε τον άγιον εις τους Ρωμαίους και πήγαινε σε όλα τα ορδιά και πολιτείες και νησιά κι έβλεπε και μάθαινε όλα τα μυστικά των Ελλήνων και πήγαινε και τα πρόδωνε των Τούρκων.» [Μακρυγιάννης, Απομνημονεύματα]
Στα δύο παραπάνω αποσπάσματα Ρωμαίοι είναι ο άμαχος πληθυσμός και Έλληνες οι αγωνιστές.
«Ο Κολοκοτρώνης δεν προσφωνούσε τους στρατιώτες του μόνο με το Έλληνες.
«Έννοια σας Έλληνές μου, δεν εσώθηκαν οι Τούρκοι. Πίσω είναι οι πασάδες και έχουν περισσότερα πλούτη. Το εδικόν σας μερίδιο είναι πίσω, ήρωές μου!»» [Φωτάκος, Απομνημονεύματα]
«Την ώρα που εξελίσσεται η μάχη στα Δερβενάκια, ο Κολοκοτρώνης συναντά ένα βοσκό και του φωνάζει «Βρε Έλληνα! Τι στέκεις έτσι; Πήγαινε και συ να σκοτώσεις Τούρκους!» Όταν αργότερα ο βοσκός του παρουσιάζεται αρματωμένος με τα όπλα των εχθρών που σκότωσε, του λέει: «Εύγε σου, Έλληνά μου!»» [Φωτάκος, Απομνημονεύματα]
«Επιστολή του Ήβου Ρήγα στις 25 Νοεμβρίου 1821 προς τους στρατηγούς Βαρνακιώτη, Μπακόλα, κ.α.: «Αύριον, μεθαύριον, όταν σας παρουσιασθή ένας από αυτούς και σας εύρη όλους άνδρας Έλληνας και όχι ωσάν τους ανάνδρους και κακορίζικους Μωραΐτες» Η σύζευξη του Έλληνες με το άνδρες και η αντίθεσή του με το Μωραΐτες δείχνει πως το όνομα εδώ χρησιμοποιείται ως συνώνυμο του «γενναίος» και όχι ως εθνικό.»
«Έτσι μόνο θα εξηγήσουμε και ορισμένες στερεότυπες εκφράσεις στα διάφορα κείμενα της εποχής («μπατάγια πεισματώδης, ελληνική», «ντουφέκι ελληνικόν»). Το «ελληνική» θα ήταν αδιανόητο αν δε σήμαινε αντρειωμένη».
Και καταλήγει ο Κακριδής:
«Έτσι μόνο μπορούμε, πιστεύω, να εξηγήσουμε, γιατί το όνομα Έλληνες απλώνει αμέσως και γίνεται πρόθυμα αποδεχτό από το αναγεννημένο έθνος. Έτσι θα εξηγήσουμε γιατί το Έλληνες κρατιέται μόνο για τους αγωνιστές και συνοδεύεται πάντα από έναν αέρα λεβεντιάς και παλικαριάς. [...]
Σιγά-σιγά θα γίνει η μετάβαση από το μύθο στην Ιστορία. Από τους αρχηγούς, τους μορφωμένους, τους δασκάλους, θα μάθουν πως οι Έλληνες, κι αν δεν είχαν υπεράνθρωπες ικανότητες, ήταν λαός από τους πιο αντρειωμένους. Η άλωση της Τροίας, η νίκη κατά των Περσών στο Μαραθώνα, Θερμοπύλες, Σαλαμίνα, έγιναν το πρότυπο της πολεμικής αρετής, όπως ακριβώς και στην αρχαία Ελλάδα.»
Ψύχραιμες και σοβαρές μελέτες, όπως αυτές του Κακριδή, επαναφέρουν στο προσκήνιο το ερώτημα του κατά πόσον το σχήμα της αδιάρρηκτης τρίσημης ενότητας του ελληνισμού (αρχαίου, μεσαιωνικού και νεότερου) ανταποκρίνεται στην ιστορική πραγματικότητα ή πρόκειται απλά για ένα ιδεολόγημα.
Πηγές
1. Ιωάννης Κακριδής, Αρχαίοι Έλληνες και Έλληνες του Εικοσιένα, στον τόμο Φως Ελληνικό, Εστία, 1963
2. Ιωάννης Κακριδής, Οι Αρχαίοι Έλληνες στη Νεοελληνική Λαϊκή Παράδοση, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, 1978
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου