₪₪₪₪₪₪₪₪₪₪₪₪₪₪₪₪₪₪₪₪₪ЭЄ₪₪₪₪₪₪₪₪₪₪₪₪₪₪₪₪₪₪₪₪₪

Πλαστογραφίες στην Καινή Διαθήκη

Οι χριστιανοί του 1ου και κατά πολύ και εκείνοι του επόμενου αιώνα δεν διέθεταν ακόμη Καινή Διαθήκη. Ως κανονικά κείμενα χρησίμευαν οι επιστολές του Παύλου στις αρχές του 2ου αιώνα· αντιθέτως τα Ευαγγέλια αναφέρονταν στη θεία λειτουργία ως «Γραφή» μόλις από τα μέσα αυτού του αιώνα. Η πραγματική «Αγία Γραφή» των Χριστιανών όμως ήταν προηγουμένως το ιερό βιβλίο των Ιουδαίων. Γύρω στο 160 ακόμη, ο Άγιος Ιουστίνος, στην περιεκτικότερη μέχρι τότε χριστιανική πραγματεία, επικαλείται σχεδόν αποκλειστικά την Παλαιά Διαθήκη, και μάλιστα με σκοπό να συκοφαντήσει τους Εβραίους με πολύ φοβερό τρόπο.
Το όνομα «Καινή Διαθήκη» («Νέα Συνθήκη», που μεταφράστηκε πρώτη φορά από τον Τερτυλλιανό με το όνομα Novum Testamentum) εμφανίζεται το έτος 192. Αλλά την εποχή εκείνη η έκταση αυτής της «Καινής Διαθήκης» απέχει πολύ από το να είναι οριστική, αφού οι χριστιανοί μαλώνουν γι’ αυτό το θέμα ακόμη και καθ’ όλη τη διάρκεια του 3ου και ένα μέρος του 4ου αιώνα, απορρίπτοντας οι μεν αυτά που δέχονται οι δε. «Παντού υπάρχουν αντιθέσεις και διαφωνίες», γράφει ο θεολόγος Carl Schneider. «Οι μεν λένε πως ισχύει “ό,τι διαβάζεται σε όλες τις Εκκλησίες”, οι δε “αυτά που προέρχονται από τους Αποστόλους”, οι τρίτοι κάνουν το διαχωρισμό ανάμεσα σε συμπαθητικό ή αντιπαθητικό διδακτικό περιεχόμενο».
Ναι μεν υπάρχει γύρω στο 200 στην «Αγία Γραφή» μια Καινή Διαθήκη παράλληλα με την Παλαιά, όπου τον πυρήνα του περιεχομένου της αποτελούν, όπως στην παλαιότερη Καινή Διαθήκη του αφορισμένου Μαρκίωνα, Ευαγγέλια και επιστολές του Παύλου. Αλλά η Σύνοψη, η Αποκάλυψη και οι «Καθολικές επιστολές» εξακολουθούν να αμφισβητούνται την εποχή εκείνη. Στη Καινή Διαθήκη του Αγίου Ειρηναίου, του σημαντικότερου θεολόγου του 2ου αιώνα, συμπεριλαμβάνεται ο Ποιμήν του Ερμά, ο οποίος δεν ανήκει στην Καινή Διαθήκη, αλλά η Επιστολή προς Εβραίους που ανήκει εδώ, δεν υπάρχει. Ο εκκλησιαστικός συγγραφέας Κλήμης ο Αλεξανδρέας (πέθανε γύρω στα 215), ο οποίος, όπως και να το κάνουμε, αναφέρεται σε πολλά μαρτυρολόγια ανάμεσα στους αγίους της 4ης Δεκεμβρίου, δεν γνωρίζει καμία ούτε στο ελάχιστο οροθετημένη συλλογή των βιβλίων της Καινής Διαθήκης. Σχολιάζει τόσο βιβλικά όσο και μη βιβλικά κείμενα, π.χ. την πλαστογραφημένη Αποκάλυψη του Πέτρου ή την Επιστολή Βαρνάβα, την οποία θεωρεί αποστολική. Στον Ερμά, τον συγγραφέα του Ποιμένα, αποδίδει μάλιστα την ιδιότητα «ενός μεγάλου θεόπνευστου οργάνου της θείας αποκάλυψης», την πλαστογραφημένη Διδαχή των δώδεκα Αποστόλων την αποκαλεί λίγο πολύ «Γραφή». Χρησιμοποιεί το Ευαγγέλιο των Αιγυπτίων ή των Εβραίων ακριβώς όπως τα «κανονικά» Ευαγγέλια, εξω«κανονικές» Συνόψεις ακριβώς με τον ίδιο τρόπο όπως και τους αποστολικούς θρύλους του Λουκά. Πιστεύει σε πραγματικές αποκαλύψεις της «Σίβυλλας» και δεν διστάζει να τοποθετήσει μια ρήση του «θεολόγου» Ορφέα δίπλα σε μια από την Πεντάτευχο. Και γιατί όχι; Δεν ήταν το ένα τόσο «γνήσιο» όσο και το άλλο;

Η Καινή Διαθήκη είναι το περισσότερο τυπωμένο και (ίσως) το περισσότερο διαβασμένο βιβλίο των νεότερων χρόνων. Μεταφράστηκε σε περισσότερες γλώσσες από οποιοδήποτε άλλο. Η Καινή Διαθήκη δεν είναι μόνο μορφολογικά, αλλά προ πάντων και όσον αφορά το περιεχόμενο της τόσο διαφορετική, αντιφατική, γεμάτη τόσες αντιθέσεις, ώστε η έννοια μιας «θεολογίας της Καινής Διαθήκης» έχει γίνει προ πολλού κάτι περισσότερο από προβληματική για την έρευνα. Αν εξαιρέσουμε τους Ιουδαίους προγόνους, ποιο άλλο βιβλίο, αν και έχει μερικά καλά, προσφέρει τόσες πολλές αντιφάσεις, μύθους, θρύλους, τόσες δευτερογενείς εκκλησιαστικές επεξεργασίες και δευτερογενή συντακτική εργασία, τόσους παραλληλισμούς με παραμύθια της παγκόσμιας λογοτεχνίας, αρχίζοντας από τους αρχαίους κινέζικους μύθους, περνώντας στα παραμύθια των Ινδιάνων και των τσιγγάνων, στα παραμύθια των νότιων θαλασσών και φτάνοντας μέχρι τη γερμανική μυθολογία, τόσες πολλές αντιφάσεις, παραλογισμούς που πήραν τόσο αποκαρδιωτικά στα σοβαρά -και μάλιστα πολλοί εξακολουθούν να παίρνουν στα σοβαρά; Δεν υπάρχει ενιαία διδασκαλία στην Καινή Διαθήκη, αλλά σημαντικές αποκλίσεις, ασυνέχειες, κραυγαλέες αντιφάσεις -ακόμη και όσον αφορά την ίδια τη «μαρτυρία του Χριστού». Μόνο το ότι πιστοποιούν με τη μαρτυρία τους τον Κύριο, συνδέει το σύνολο και το μεταβάλλει σε μια πολύ ετερογενή ενότητα. Αλλά και τι δεν έχει ήδη πιστοποιηθεί με μαρτυρίες πάνω στη γη, ιδίως στις θρησκείες! Δεδομένου αυτού του συμπεράσματος, το να μιλάμε περί θεοπνευστίας, περί αλάθητου, αφήνει άφωνο ακόμη και το σκώπτη.
Στη Σύνοδο της Φλωρεντίας (βούλα «Cantate Domino» της 4ης Φεβρουαρίου 1442), στη Σύνοδο του Τριδέντου (4η συνεδρίαση της 8ης Απριλίου 1546) και στην Α’ Σύνοδο του Βατικανού (3η συνεδρίαση της 24ης Απριλίου 1870), η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία μετέβαλε σε δόγμα πίστης τη θεωρία περί θεοπνευστίας της Βίβλου, η οποία ως γνωστό περιλαμβάνει μέσα της και την έννοια του αλάθητου. Σε αυτή την τελευταία συνέλευση της αποφάσισε ότι «τα ιερά κείμενα που συντάχτηκαν μετά από επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος έχουν ως πατέρα τον Θεό». Σύμφωνα με αυτά οι θεολόγοι της Μεγάλης Εκκλησίας δεν δέχονταν αξιωματικά την ύπαρξη αντιφάσεων ή καν την απλή και μόνο πιθανότητα πλαστογραφιών στη Βίβλο μέχρι και τον 20ό αιώνα.
Η «αυθεντία» των βιβλίων τους βασιζόταν και βασίζεται στο γεγονός «ότι αποδίδουν πιστά τις προρρήσεις των προφητών για τον Χριστό και τη μαρτυρία των Αποστόλων για το Χριστό»(Campenhausen). Έτσι αμύνονταν και αμύνονται τις περισσότερες φορές ευφραδώς οι απολογητές απέναντι στην κατηγορία της πλαστογραφίας, καθώς μάλιστα με αυτή συνδέεται πάντα και η μεταχρονολόγηση αυτών των κειμένων, οπότε δεν μπορεί να υπάρχει πλέον το στοιχείο της αποστολικότητας στην ψευδεπίγραφη γραμματεία της Καινής Διαθήκης -«το κορυφαίο κριτήριο για την προσέγγιση των απαρχών».
Οι πλαστογραφίες των χριστιανών (και Ιουδαίων) πρέπει να κρίνονται πολύ πιο αυστηρά από εκείνες των ειδωλολατρών. Ναι μεν είχαν και οι οπαδοί της αρχαίας πίστης ιερά βιβλία, ο Ορφισμός π.χ. ή ο Ερμητισμός, αλλά αυτά τα βιβλία δεν είχαν τη σημασία μιας επίσημης θρησκείας με Βίβλους και Αποκάλυψη. Οι ιουδαϊκές και χριστιανικές αποκαλύψεις, οι διδασκαλίες των προφητών και του Ιησού είχαν υποχρεωτικό χαρακτήρα, ήταν ταμπού. Παρ’ όλα αυτά οι χριστιανοί άλλαξαν τις γραφές της Καινής Διαθήκης, αλλά και των Πατέρων της Εκκλησίας, πλαστογράφησαν μάλιστα εντελώς νέες πραγματείες με το όνομα του Ιησού, των μαθητών του, των εκκλησιαστικών Πατέρων, πλαστογράφησαν ολόκληρα πρακτικά Συνόδων.



Ας συνειδητοποιήσουμε αρχικά ένα σημαντικό γεγονός: Από κανένα Ευαγγέλιο, από καμία Καινή Διαθήκη και από κανένα βιβλικό κείμενο δεν διαθέτουμε πρωτότυπο -ακόμη κι αν μέχρι και τον αιώνα του ιστορικού Διαφωτισμού ισχυρίζονταν ότι κατείχαν το πρωτότυπο του Κατά Μάρκον Ευαγγελίου, και μάλιστα εις διπλούν, ένα στη Βενετία και ένα στην Πράγα· και τα δύο πρωτότυπα είναι γραμμένα σε μια γλώσσα στην οποία κανείς Ευαγγελιστής δεν έγραψε ποτέ, στα λατινικά. Αλλά λείπουν και τα πρώτα αντίγραφα. Έχουμε μόνο αντίγραφα των αντιγράφων των αντιγράφων, και συνεχώς εξακολουθούν να εμφανίζονται και άλλα. (Το 1967 καταμέτρησαν περισσότερα από 1.500 χειρόγραφα της ελληνικής Παλαιάς Διαθήκης και 5.236 χειρόγραφα της ελληνικής Καινής Διαθήκης, από τα οποία όμως πολύ συχνά ένα και το αυτό έχει αντιγραφεί πολλές φορές με εσφαλμένο τρόπο. Επίσης, μόνο πολύ λίγα από αυτά τα κείμενα περιέχουν πλήρη την Καινή Διαθήκη, και τα περισσότερα είναι σχετικά νέα. Μόνο οι πάπυροι είναι παλαιοί, μερικοί φτάνουν στον 3ο ή 2ο αιώνα. Αλλά είναι όλοι πολύ αποσπασματικοί· ο παλαιότερος πάπυρος αποτελείται από λίγες λέξεις: Ιωάννης 18,31-33 και 37-38.



Μια και στην αρχαιότητα αναπαρήγαγαν τα βιβλία μόνο με το χέρι, ήταν πολύ εύκολο να κατασκευάσουν πλαστά, αφού κατά την αντιγραφή μπορούσαν να κάνουν ανά πάσα στιγμή αλλαγές στο κείμενο, να κάνουν προσθήκες, να αφαιρέσουν σημεία ή να κάνουν συμπληρώσεις στο τέλος. Έτσι προέκυπταν και στα χειρόγραφα της Καινής Διαθήκης συνεχώς τυχαία και σκόπιμα λάθη, λάθη στην αντιγραφή από απροσεξία ή από άγνοια, αλλά και συνειδητές παραποιήσεις· οι τελευταίες έγιναν ιδιαίτερα στην αρχαιότατη εποχή, τον 1ο και 2ο αιώνα, όταν η Καινή Διαθήκη δεν διέθετε, βλέπετε, ισχύ κανόνα και δεν είχαν κανένα ενδοιασμό, όπως άλλωστε μας διδάσκουν και οι άλλες πλαστογραφίες, να αλλάξουν το ακριβές κείμενο. Οι αντιγραφείς, οι συντάκτες και οι γλωσσικοί επιμελητές επενέβαιναν διαρκώς στα κείμενα, διαγράφοντας, συμπληρώνοντας, αναδιατάσσοντας, περικόβοντας. Πλάνιζαν, λούστραραν, εναρμόνιζαν και παράφραζαν, κι έτσι προέκυψε μια όλο και μεγαλύτερη σύγχυση, ένα χάος, «ολόκληρη ζούγκλα από αντίθετες εκδοχές ανάγνωσης» (Lietzmann), ένα χάος που σήμερα μας καθιστά αδύνατο να διακρίνουμε σε πολλά σημεία το

κείμενο «με βεβαιότητα ή έστω και κατά πιθανότητα» (Kopf).



Κάποιοι χριστιανοί πλαστογράφοι, κυρίως στην πανάρχαια εποχή, μπορεί μεν να πλαστογραφούσαν εντελώς «καλή τη πίστη», «με ειλικρινή πρόθεση», και έτσι να μην είναι ένοχοι, με τον αυστηρά ψυχολογικό όρο, ενός «ψεύδους», μιας παράβασης, και να δικαιολογούνται πλημμελώς από υποκειμενική άποψη, αντικειμενικά όμως η πράξη τους, όποια και αν ήταν, παραμένει πλαστογραφία εκ προθέσεως, απάτη. Κανείς φυσικά δεν αμφισβητεί ότι πολλά ανακριβή στοιχεία για το συγγραφέα είχαν σαν αιτία όλες τις πιθανές συμπτώσεις, παρανοήσεις, πλάνες, λάθη των αντιγραφέων, των εκδοτών. Και κανείς δεν θα θελήσει και δεν επιτρέπεται να χαρακτηρίσει τέτοιες λανθασμένες αποδόσεις σε συγγραφέα ως πλαστογραφίες -αν και αυτά μάλλον δεν ταιριάζουν σε αλάθητες, θεόπνευστες Γραφές.



Ένα σημαντικό κίνητρο ήταν η αύξηση της αυθεντίας, αν και αυτό συχνά ήταν μόνο συνοδευτικό γεγονός. Προσπαθούσαν να δώσουν σε ένα κείμενο γόητρο και να επιτύχουν τη διάδοση του, ισχυριζόμενοι τη συγγραφή του από κάποιον ονομαστό συγγραφέα ή την αρχαιότητα του, αξιώνοντας επομένως με προχρονολόγηση συμμετοχή στο αποστολικό παρελθόν. Αυτή τη διαδικασία ακολουθούσαν «ορθόδοξοι» και «αιρετικοί», όπου οι πλαστογράφοι παραπλανούσαν τους αναγνώστες τους σχετικά με τον τόπο και τη συγγραφή. Διότι φυσικά ανάμεσα στις αυξανόμενες χριστιανικές κοινότητες με την πάροδο του χρόνου υπήρξαν σύντομα νέα προβλήματα, καταστάσεις, συμφέροντα τα οποία δεν κάλυπτε η αρχαιότατη λογοτεχνική παράδοση, ή αποκαλούμενη κλασική εποχή, οι πρώτοι αποστολικοί χρόνοι. Μια και χρειάζονταν όμως την έγκριση τους ή ήθελαν τουλάχιστον να προβάλουν τη νόμιμη συνέχεια με τις καταβολές, κατασκεύαζαν μαζικά σχετικά κείμενα και «αποκαλύψεις», πλαστά κείμενα τα οποία προχρονολογούσαν και παρουσίαζαν ως «κανόνα των καταβολών», ως αξιόπιστη αλήθεια. Τους έδιναν το όνομα κάποιου διάσημου χριστιανού,

ισχυρίζονταν ότι τα είχε συγγράψει ο Ιησούς, οι Απόστολοι, οι μαθητές τους ή διακεκριμένοι Πατέρες. Με αυτό τον τρόπο δεν αύξαναν μόνο το γόητρο του πλαστογραφήματος, αλλά διασφάλιζαν και την ευρεία διάδοση του, ελπίζοντας ταυτόχρονα ότι το προστάτευαν από τυχόν αποκάλυψη.



Οι καθολικοί πλαστογραφούσαν, για να μπορέσουν να λύσουν «αποστολικά», επομένως «με αυθεντία», νέα προβλήματα που ανέκυπταν στην εκκλησιαστική επιστήμη, το εκκλησιαστικό Δίκαιο, τη Λειτουργία, την ηθική, τη θεολογία, δήθεν με το πνεύμα του Ιησού και των Αποστόλων του. Πέρα από αυτό οι «ορθόδοξοι» πλαστογραφούσαν για να πολεμήσουν τις πλαστογραφίες των «ειδωλολατρών», δημιουργώντας αντίθετες πλαστογραφίες, όπως π.χ. το Κήρυγμα Πέτρου, τις Πράξεις Παύλου, την Επιστολή των Αποστόλων. Ταυτόχρονα, τέτοιες αντίθετες πλαστογραφίες, αρέσκονται να προειδοποιούν για «αιρετικές» πλαστογραφίες, όπως η Γ’ Επιστολή προς Κορινθίους. Βρίζουν και καταριούνται τους αντιπάλους τους πλαστογράφους, κάνοντας ακριβώς το ίδιο, μόνο που συχνά το κάνουν ακόμη πιο επιτήδεια, δυσκολότερο να αποκαλυφθεί. Και οι «αιρετικοί» πλαστογραφούν κυρίως για την επιτυχέστερη επιβολή και υπεράσπιση της πίστης τους η οποία αποκλίνει από το δόγμα της Εκκλησίας.



Πλαστογραφίες γίνονταν και για λόγους εκκλησιαστικής και τοπικής πολιτικής, π.χ. για την απόδειξη της «αποστολικής ίδρυσης» κάποιας επισκοπικής έδρας, ύστερα και για την ανέγερση μοναστηριών, για τη διασφάλιση ή επέκταση της περιουσίας τους, για την προπαγάνδα υπέρ ενός αγίου. Ιδιαίτερα από τον 4ο αιώνα αρχίζει η παραγωγή ιερών λειψάνων, πλαστών βίων αγίων, βίων μοναχών, εγγράφων που αποσκοπεί σε νομικά και οικονομικά πλεονεκτήματα.



Τέλος πλαστογραφούσαν για να διασφαλίσουν με τη μια πλαστογραφία τη «γνησιότητα» μίας άλλης. Πλαστογραφούσαν επίσης για να βλάψουν προσωπικούς αντιπάλους, να συκοφαντήσουν ανταγωνιστές.



Ποιες μεθόδους χρησιμοποιούσαν οι πλαστογράφοι;

Η πιο εύκολη και πιο συχνή ίσως μέθοδος πλαστογραφίας ήταν η χρήση ενός ψεύτικου αλλά τρανού συγγραφικού ονόματος του παρελθόντος -αυτό συνέβαινε και στον ειδωλολατρικό χώρο, όπως και στον ιουδαϊκό, αλλά στη χριστιανική εποχή γίνεται πιο συστηματικά. Κατά κανόνα, μια αρχαία αυθεντία μετρούσε στην όψιμη αρχαιότητα και στους μετέπειτα χρόνους περισσότερο από μια νέα, ιδίως όταν ο πραγματικός συγγραφέας -συνήθης προϋπόθεση για την πράξη του- αισθανόταν κατώτερος, δεν είχε «όνομα». Η χρησιμοποίηση του ονόματος κάποιου σύγχρονου του συγγραφέα ήταν πολύ ριψοκίνδυνη, αφού εκείνος μπορούσε ανά πάσα στιγμή να αποκαλύψει με δήλωση του την πλαστογραφία και να την εξουδετερώσει. Ναι μεν δεν συνεπάγεται υποχρεωτικά ότι κάθε έργο με ψεύτικο όνομα συγγραφέα είναι από μόνο του πλαστογραφία, αλλά συνήθως ο πλαστογράφος είναι και ο συγγραφέας του έργου. Αμέτρητα «απόκρυφα» βιβλία αλλά και κείμενα της Καινής Διαθήκης προέκυψαν έτσι με την πρόθεση να εξαπατήσουν, είναι πλαστογραφίες εκ προθέσεως που στην αρχαιότητα γινόταν όλο και πιο δημοφιλές λογοτεχνικό είδος, κατασκευάσματα τα οποία εγείρουν την αξίωση να προέρχονται από την πένα ενός εντελώς διαφορετικού συγγραφέα, ενός άντρα ο οποίος δεν ταυτίζεται καθόλου με τον συγγραφέα τους, μιας προσωπικότητας η οποία παρουσιάζεται ως αρχαιότερη, ένδοξη, αγία.



Στην περίπτωση πολλών από αυτούς τους πλαστογράφους, ύποπτα στοιχεία είναι εκ πρώτης όψεως οι μεγάλες κακοτεχνίες, οι προφανείς αντιφάσεις, οι αναχρονισμοί και συχνά αυτά επαρκούν για να ανακηρύξουμε τα κείμενα σε πλαστά, ιδιαίτερα όταν συνοδεύονται από υπερτονισμένες πιστοποιήσεις γνησιότητας. Τέτοια λάθη είναι π.χ.: Πολύ εμφανείς προγνώσεις, προχρονολογήσεις, εκ των υστέρων προφητείες, κραυγαλέες μιμήσεις κάποιου μεταγενέστερου συγγραφέα ή συνεχώς επαναλαμβανόμενα λογοτεχνικά μοτίβα, υφολογικά κλισέ. Ωστόσο, επιτήδειοι πλαστογράφοι χρησιμοποιούν συχνά τα πιο παράτολμα κόλπα, τις πιο εκθαμβωτικές λεπτομέρειες, για να προσποιηθούν τη γνησιότητα, αμεσότητα, μοναδικότητα του κειμένου τους. Μιμούνται εντυπωσιακά το ύφος. Παρουσιάζονται με φαινομενική αυθεντία και δίνουν στοιχεία με μεγάλη αποφασιστικότητα. Προσαρμόζουν τοπικά και βιογραφικά στοιχεία, πληροφορούν επακριβώς για τον χρόνο και τον τόπο, για ιστορικά συμβάντα της εποχής τα οποία ενσωματώνουν επιδέξια στο κείμενο. Καταπιάνονται με μεγάλη φροντίδα και για πράγματα δευτερεύουσας σημασίας, για λεπτομέρειες, ώστε να δώσουν την επίφαση γνησιότητας, για να κάνουν το κύριο θέμα τους ακόμη πιο αξιόπιστο, για να διασφαλίσουν ακόμη περισσότερο την επιτυχία της πλαστογραφίας. Διασπείρουν στο κείμενο υπαινιγμούς θρυλικών ή και ιστορικών καταστάσεων, κάνοντας έτσι αναντίρρητα πιστευτή τη γνησιότητα του κειμένου, δίνοντας την εντύπωση ιστορικότητας. Δίνουν ψεύτικα αλλά έξυπνα ονόματα (κυρίως σπάνια ονόματα τα οποία υποβάλλουν την αξιοπιστία, ή εντελώς συνηθισμένα που δεν κινούν υποψίες). Δεν δανείζονται μόνο μεγάλα ονόματα της ιστορίας, αλλά επινοούν και τους ανάλογους εγγυητές.



Οι πλαστογράφοι προειδοποιούν, πλαστογραφώντας οι ίδιοι, ψυχρά και επιδέξια για την ύπαρξη πλαστογράφων. Αποτρέπουν από αυτούς με κατάρες και απειλές. Συντάσσουν κριτήρια γνησιότητας, κάνοντας έτσι πιο πιστευτή τη δική τους πλαστογραφία, της οποίας την «αυθεντικότητα» τονίζουν επιπλέον σε επιστολές, κάνοντας λόγο για ιδιόχειρη γραφή του υποτιθέμενου συγγραφέα. Έτσι ο καθολικός πάπας γράφει στην αυτοκράτειρα Ελένη: «Ειρηνικούς χαιρετισμούς στέλνω εγώ, ο πάπας, με το χειρόγραφο μου στην πιστή Υψηλότητά σου». Πολλοί πλαστογράφοι τονίζουν με πάθος ότι άκουσαν και είδαν πράγματα, πολλοί υπογράφουν και σφραγίζουν, πολλοί δίνουν, στην αρχή και στο τέλος της πλαστογραφίας τους, ιερούς όρκους ότι αναφέρουν την αλήθεια και μόνο την αλήθεια, όπως ο συγγραφέας μιας επιστολής για την Κυριακή, ο οποίος παρουσιάζεται ως Απόστολος Πέτρος. Ένας άλλος πλαστογράφος, ο Ψευδο-Ιερώνυμος, για τη μετάφραση ενός δήθεν Ευαγγελίου του Ματθαίου υπόσχεται τα εξής: «Θα μεταφράσω το κείμενο επιμελώς λέξη προς λέξη, όπως γράφεται στο εβραϊκό πρωτότυπο». Άλλοι χριστιανοί δεν διστάζουν ακόμη και να κατηγορήσουν άλλους για πλαστογραφία, ώστε να αυξήσουν την εμπιστοσύνη στη δική τους πλαστογραφία. Άλλοι πάλι προσπαθούν να δώσουν μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα στις απάτες τους με απειλές. «Αλίμονο σε εκείνους που θα πλαστογραφήσουν αυτό το λόγο μου και αυτή την προσταγή μου», προειδοποιεί ο καθολικός πλαστογράφος της Επιστολής των Αποστόλων. Και η ψευδεπίγραφη Αποκάλυψη του Έσδρα απειλεί: «Όποιος, όμως, δεν δώσει πίστη σε αυτό το βιβλίο, θα καεί όπως τα Σόδομα και τα Γόμορρα».



Στις μεθόδους των πλαστογράφων ανήκε επίσης η προσπάθεια να κάνουν πιστευτή την ξαφνική εμφάνιση δήθεν κειμένων αρχαίων συγγραφέων σε περίφημες βιβλιοθήκες ή αρχεία, με ιστορίες θαυματουργικής ανεύρεσης τους ή με την ανακάλυψη αντιγράφων ή δήθεν μεταφράσεων ξενόγλωσσων πρωτοτύπων τους σε τάφους, πράγμα που θα δικαιολογούσε το γεγονός ότι σημαντικά περιεχόμενα παρέμεναν άγνωστα μέχρι τότε και αποκαλύφθηκαν αργότερα. Και οι «ονειρικές αποκαλύψεις» οδηγούσαν στην ανεύρεση πλαστογραφιών ή την επιφοίτηση για την «παράδοση μυστικών». Γενικά οι απατεώνες αρέσκονταν στο να υποκρίνονται ψεύτικα οράματα, ότι έβλεπαν το Χριστό, τη Μαρία, τους Αποστόλους, και πιστοποιούσαν το ψεύτικο όραμα με άλλα πλαστά κείμενα.



Ιδιαίτερα οι πλαστογράφοι πολλών βίων αγίων χρησιμοποιούσαν την εξιστόρηση σε πρώτο πρόσωπο, την ιδιότητα του αυτόπτη μάρτυρα, για την επιτυχή ενίσχυση των ψευδών τους. Και με την ίδια αποτελεσματικότητα λειτουργούσαν προ πάντων οι πλαστογράφοι χριστιανικών αποκαλυπτικών βιβλίων, υποσχόμενοι στους αναγνώστες που διέδιδαν τα προϊόντα τους λαγούς με πετραχήλια και απειλώντας ταυτόχρονα όσους τα απαξίωναν. Οι απατεώνες δούλευαν και με ένορκους μάρτυρες ως εγγυητές για τις βρομοδουλειές τους και μερικές φορές έλεγαν και κάποια αλήθεια σε δευτερεύοντα θέματα, για να ενισχύσουν την εμπιστοσύνη. Υπάρχουν, όπως παντού, εναλλασσόμενες μόδες και μέθοδοι, διαφορετικές τεχνικές και θεματικές διαδικασίες, αλλά παρ’ όλα αυτά και πάντα επαναλαμβανόμενες φόρμες, για να μην πούμε σήματα κατατεθέντα, αν και τα γενικά, τυπικά στοιχεία δεν μένουν σχεδόν ποτέ τα ίδια.



Το ποσοστό των ψευδεπίγραφων στην παραδοσιακή λογοτεχνία του πρωτοχριστιανικού ήδη κόσμου είναι πολύ μεγάλο, αφού πάντα υπήρχε μια αδίστακτη δραστηριότητα πλαστογράφων στον Χριστιανισμό, ακόμη και στην πρώιμη περίοδο. «Δυστυχώς», ομολογεί ο θεολόγος Campenhausen, «η ειλικρίνεια δεν είναι βασική αρετή της αρχαίας Εκκλησίας».



Οι παρεμβάσεις ήταν πολύ δημοφιλείς στους χριστιανούς. Με αυτή τη μέθοδο άλλαζαν, ακρωτηρίαζαν, επέκτειναν συνεχώς κείμενα, παρακινούμενοι από τις πιο διαφορετικές αιτίες. Χρησιμοποιούσαν π.χ. τις παρεμβάσεις, για να ενισχύσουν την ιστορικότητα του Ιησού. Ή για να προαγάγουν και να παγιώσουν ορισμένες δογματικές αντιλήψεις. Δεν ήταν ο καθένας ικανός να πλαστογραφήσει ένα ολόκληρο έργο, αλλά μπορούσε πολύ εύκολα να παραλλάξει κάποιο έργο αντιπάλου του, παρεμβάλλοντας ή σβήνοντας κάτι σύμφωνα με το δικό του πνεύμα και υπέρ της δικής του υπόθεσης. Έκαναν παρεμβάσεις και για την επιβολή μη δημοφιλών απόψεων, για τις οποίες δεν ήθελαν να φέρουν οι ίδιοι την ευθύνη, αλλά επεδίωκαν μεγαλύτερη επιτυχία χρησιμοποιώντας το όνομα κάποιου διάσημου· την εποχή της ανεξίθρησκης ειδωλολατρίας πάντως αυτό ήταν πολύ λιγότερο αναγκαίο φαινόμενο και έτσι σπανιότερο από ό,τι την εποχή των διωκτών χριστιανών ηγεμόνων και ιεραρχών.



Και πιο ικανοί συγγραφείς, όμως, έκαναν τις απάτες τους. Ο Τατιανός επεξεργάστηκε τις επιστολές του Παύλου για αισθητικούς λόγους, ο Μαρκίωνας για λόγους που αφορούν το περιεχόμενο. Ο Διονύσιος Κορίνθου τον 2ο και ο Ιερώνυμος τον 3ο αιώνα καταγγέλλουν τις πολλαπλές επεμβάσεις στα Ευαγγέλια. Ο δε Άγιος Ιερώνυμος, ο προστάτης των καθολικών γραμμάτων, ο οποίος διέπραξε ο ίδιος τις «πλέον ασυνείδητες συκοφαντίες και πλαστογραφίες» (C. Schneider), αναθεώρησε με εντολή του δολοφόνου πάπα Δάμασου τις λατινικές Βίβλους, από τις οποίες ούτε δύο δεν συμφωνούσαν σε μεγαλύτερα τμήματα του κειμένου τους. Ο προστάτης των λογίων άλλαξε το κείμενο σε περίπου 3.500 σημεία, για να «διορθώσει» τα Ευαγγέλια. Και η σύνοδος του Γριδέντου ανακήρυξε σε αυθεντική αυτή τη «Vulgata», τη διαδεδομένη παντού, η οποία επί αιώνες δεν γινόταν δεκτή από την Εκκλησία. Εδώ πρόκειται τώρα, ούτως ειπείν, για επεμβάσεις «επίσημου» τύπου. Αλλά συνήθως συνέβαιναν μυστικά. Και μια από τις πιο περίφημες επεμβάσεις στην Καινή Διαθήκη έχει σχέση με το τριαδικό δόγμα το οποίο η Βίβλος, αν αγνοήσουμε μεταγενέστερες προσθήκες, δεν κηρύττει για ευνόητους λόγους.

Δεν υπάρχουν σχόλια: